Βασίλης Ρούβαλης, Λεύγες, (.poema..), Κορώνη, 2016, 34.

«Η αδημονία της ύπαρξης»

Ο Βασίλης Ρούβαλης έχει γεννηθεί στην Αθήνα. Οι πρώτες σπουδές του έλαβαν χώρα στο Πανεπιστήμιο Κρήτης με αντικείμενο τη βυζαντινή φιλολογία. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Νηκτικός νους (2001), Νότος (2004), Σύντομο ημερολόγιο Αυγούστου (2009) και Φωνές (2011). Είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων, της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών. Από το 2006 διευθύνει το ηλεκτρονικό περιοδικό Poema που επικεντρώνεται σε θέματα σχετικά με την ποίηση, το δοκίμιο και τον εικαστικό λόγο. Εργάστηκε στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, σε εκπομπές λόγου και τέχνης της ΝΕΤ. Το 2007 δημιούργησε τον εκδοτικό οίκο (.poema..) εκδόσεις με έμφαση στην έκδοση βιβλίων ποίησης, θεάτρου, δοκιμίου. Από το 2003 είναι συνεργάτης-βιβλιοκριτικός στο ημερήσιο φύλλο και στην κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας Η Αυγή και το ηλεκτρονικό πολιτιστικό περιοδικό Ηριδανός. Είναι αρχισυντάκτης στο ηλεκτρονικό περιοδικό Λεξητανίλ, εκδιδόμενου από το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Δημιουργική γραφή. Το τελευταίο του ποιητικό βιβλίο αποτελεί κορύφωση των προηγούμενων συνθεμάτων του καθώς αποκαλύπτει πτυχές της ποιητικής του.
                Ο λόγος για την ιδιάζουσα ποιητική σύνθεση σε εννέα μέρη με τίτλο Λεύγες (2016), μέσω της οποίας ο ίδιος αποφασίζει να καθοδεύσει – σαν άλλος Οδυσσέας στον Άδη - για να αναδυθεί ως τη βεβαιότητα της ύπαρξης, όπως ο ποιητής στη Θεία κωμωδία του Δάντη. Χαοτικές χρονικές στιγμές με πρωταγωνιστές την αγωνία, την αβεβαιότητα, την ανεπάρκεια· ο ποιητής αρχικά, βρίσκεται απλώς ζωντανός μέσα στις καταστροφικές «πραγματικότητες» του κόσμου. Ο αβέβαιος κύκλος που καλείται να διανύσει έως ότου ανέλθει ψυχικά στο σκαλοπάτι της «κατάφασης των ανθρωπίνων» ανοίγεται μπροστά του προς ανακάλυψη της υψίστου αγάπης. Η ύλη απεκδύεται το πρόσωπο του κακού, διαρρηγνύοντας τη δυνατότητα της επιβολής του ανθρώπου στη φύση ή/και στη ζωή. Η θνητότητα (με την έννοια της ύλης και της περατότητας του σώματος) οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο στην ευθύνη της ύπαρξής του. Το λευκό της αγάπης ωθεί προς την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση της ροής του υγρού στοιχείου στην καθημερινή ζωή, μιας και η ίδια δεν προλαμβάνεται, ούτε υπολογίζεται με κανέναν τρόπο· με υπερκόσμια ποιητική στάση ο Ρούβαλης σημειώνει:
«[…] Είν’ η αγάπη.
Όσο διακρίνω από μακριά, σβήνουν
Τα σημάδια ενός θεού κακόβουλου,
που υλιστής κι εμπαθής επέβαλε απαιτητικά.
Τώρα θα καταδικαστεί, ως θνητός […]».
Η κατάδυση του ποιητή στο βυθό της ζωής και της αγάπης πιέζουν προς τη απογύμνωση του εαυτού και την ένωσή του με τη θεία φύση της ποίησης και του έρωτα. Η πολεμική στάση του σώματος παύει και τη θέση της παίρνει η εκρηκτική σύνθεση δύο δυνάμεων σε ένα. Το παρελθόν καραδοκεί με παλινδρομικά επεισόδια όσο το ποιητικό υποκείμενο οδεύει προς τη γνώση και την απελευθέρωση. Η ύπαρξη ως παγκοσμιότητα έχει αποκτήσει οραματική μορφή στα πρώτα δύο μέρη της σύνθεσης του ποιητικού βιβλίου Λεύγες και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στάδια μέσα από τα οποία διέρχεται το ψυχικό όργανο του ποιητή έως ότου αναδυθεί με προορισμό τη συμπαντική ένωση.
                Στο τρίτο κατά σειρά μέρος, το ποιητικό υποκείμενο αναμετράται με τη γλώσσα και τους ορισμούς του νου· λειτουργίες που σε αυτό το εξελικτικό στάδιο αποτελούν τροχοπέδη για τη διάρρηξη της υλικής φύσης του. Η συγκρουσιακή πάλη της ψυχής με το εξωτερικό περίβλημά της, το σώμα· αλλά και τη νόηση, γίνεται αισθητή σε στίχους όπως:
«Ο κόσμος πλάσθηκε χωρίς αντίδοτα,
προτού τον ορίσω.
[…] Ηχώ η σάρκα από τα
μελλούμενα· σείεται, διαστέλλεται.
[…] Στα θεμέλια του εαυτού η άκρη·
το αθέατο σύνορο της χάριτος, το στιγμιαίο τι.»
Η έλευση του παραδείσου ως τέλος και αρχή του κύκλου της ζωής, προκειμένου να απελευθερώσει τον εαυτό από τα δεσμά της «ζωής το Εγώ», διαφαίνεται απολύτως απαραίτητη για τη συνέχεια και την επιτέλεση του βήματος προς τα εμπρός. Η μνήμη αναλαμβάνει την εσωτερική απεικόνιση των θραυσμάτων του παρελθόντος προκειμένου να επιτευχθεί η επανένωσή τους στο παρόν. Η ενοχή, ως άλλοθι για την απουσία της ύπαρξης, οδεύει προς την ανατροπή της. Η άρνηση του τέλους σιωπά, ο θάνατος αρχίζει να αναφαίνεται ως «κατάφαση» και «λύση» σε συνδυασμό με την ανατολή της επόμενης ημέρας. Το υποκείμενο της ποιητικής αφήγησης, βιώνοντας στα άκρα την μετάλλαξη της ουσίας του, αναζητά τον έρωτα ως αθώωση και επιστροφή στη σιωπή και τη γαλήνη της αιώνιας ζωής. Όπως ο ίδιος γράφει: «Γυρεύοντας εσένα/ στη δροσιά της μέλαινας ιστορίας, διαρκώ».
                Στο τέταρτο μέρος, η νέα κατάσταση πραγμάτων ενέχει τη συνεχή ροή της επαφής με τον εσώτερο εαυτό, ώστε η αδημονία για τη δράση να γίνεται μη αναβαλλόμενος αυτοσκοπός «Στις χούφτες το κρατώ, αδημονώ/ ώσπου να ράνω το επωφελές.» Η ησυχία και η σύνδεση του ποιητή με τη φύση αποτελούν απαραίτητες εκφάνσεις της καθημερινής δραστηριότητάς του. Ο ίδιος δοκιμάζεται στη σταθεροποίηση της περιοδικής διαδικασίας του «κύκλου της μερονύχτας». Ο χώρος διανοίγεται άπλετος για «Το αγκάλιασμα του κορμιού […]» που οδηγεί στην απελευθερωτική διάσταση της ύπαρξης και την αίσθηση της ολοκλήρωσης. Οι παλινδρομήσεις όμως από το παρελθόν δεν υποχωρούν μιας και το ποιητικό υποκείμενο «προσποιείται ότι εδώ συνυπάρχει», όπως σημειώνει. Κατά τη διάρκεια βέβαια της εσωτερικής διεργασίας του έως ότου αναδυθεί, η συνείδηση της θνητότητάς του τον υποχρεώνει προς την πράξη. Έτσι, η εαυτότητα ως «το αυτό» που αναπηδάει δίχως όνομα» εμφανίζεται μέσω της πράξης και ενσαρκώνεται σε καθαρή, διαυγή και ανώνυμη νέα παρουσία.  Ο Ρούβαλης ανακαλύπτει τον εαυτό του μέσα από το «αυτό» (υπό την έννοια του εσωτερικού και εξωτερικού αντικειμένου) και αντιστρόφως. Ο ίδιος εμφανίζεται ως «Απολύτως μόνος κι ευάλωτος στο πραγματικό».
                Στο πέμπτο μέρος, η αρχή της μορφοποίησης της ύπαρξης υποστασιώνεται. Ύστερα από την πρώτη προσέγγιση με τη συνείδησή της, ξεκινά τον επαναπροσδιορισμό των αναμνήσεων οι οποίες εμφανίζονται με λαβυρινθώδη υφή, αναστέλλοντας την αποκατάσταση του λόγου, δηλαδή του ολοκληρωμένου νοήματος. Μοναδική διέξοδος προς την ελευθερία και τη ζωή είναι η πράξη της αγάπης που υποδεικνύεται από τη γυναικεία ουσία. Η επιστροφή στην μήτρα ενέχει την απάντηση για την απόλυτη αρμονία της ύπαρξης. Το ποιητικό υποκείμενο γράφει: «Η αγάπη καθαγιάζεται, θαρρεύει αποκτώντας μορφή:/ η γυναίκα, το δέος» και αλλού «Τα ψέματα εξαγνίζονται/ σε ώρες παραφοράς, σε κουδουνίσματα ελέους». Η διαδικασία της «μερονύχτας» και η αίσθηση του χρόνου μεταλλάσσονται από νευρώδεις καθημερινές εργασίες, σε «παρηγορία», «συμμόρφωση», και «αποχρώσεις του λευκού»· η εσωτερική ησυχία αγκαλιάζει κάθε σημείο της νέας οντότητας του εαυτού.
                Ως νοήμονα ουσία, ο ποιητής, στο έκτο στάδιο – μέρος, δοκιμάζεται στο ρούν της ζωής. Σε αυτό το στάδιο η τυχαιότητα, ως ντετερμινιστική έκφραση του έρωτα, φέρνει τον ποιητή στο σημείο μηδέν, όπου οι μάσκες και τα προσωπεία ως αμυντικοί εργαλειακοί μηχανισμοί απενεργοποιούνται. Τη θέση τους παίρνουν η αναπόφευκτη «δοκιμή της αναπνοής»[1] και η ανάγκη για εκλογίκευση του απροσδιόριστου. Κάθε μυθοποίηση απομακρύνεται, το πραγματικό εμφανίζεται θριαμβευτικά προς εξάλειψη κάθε ασπίδας, η εχθρότητα μετατρέπεται σε αγάπη. Η ανθρώπινη ύπαρξη παρουσιάζεται έρμαιη χωρίς έναν αντίπαλο να διαπληκτιστεί και η εμπιστοσύνη, ως απόλυτη ίσως και μοναδική επιλογή, αποτελεί το εισιτήριο προς τη «συσσάρκωση».
                Στην έβδομη στάση της πορείας του ποιητικού υποκειμένου, οι προσδοκίες εξαϋλώνονται και το άγνωστο είναι ανοιχτό για διερεύνηση. Το μόνο που είναι δυνατόν να υπάρξει εδώ είναι η δράση, ο Ρούβαλης γράφει «Οι λέξεις φθείρονται. Οι γραμμές μαυρίζουν/ την ανθρώπινη προσδοκία […]» και λίγο παρακάτω «Το δράμα εκτελείται. Για να σωθεί η σφαίρα της ζωής, ν’ ανέλθει […]». Ωστόσο, η δράση επιτυγχάνεται με την ερωτική συγχώνευση και τη Βεατρίκη ως το θήλυ που κατέχει τη δυνατότητα να προκαλέσει την κίνηση, χωρίς την οποία η ψύχρα της καρδιάς θα παρέμενε αδιάρρηκτη. Για τον ποιητή, η αποκάλυψη της αλήθειας αποτελεί εσωτερική διαδικασία που οδηγεί στην ανάσταση και την κατονομάζει με λέξεις όπως «Περισυλλογή Βούληση Μύηση Ανάδυση/ Οδοιπορία Αποκάλυψη Αναγνώριση Κατανόηση/ Συγκίνηση Τέλεση Θυσία Ανάσταση». Ο φόβος αποτελεί ένα από τα έσχατα σημεία με τα οποία ο άνθρωπος καλείται να έρθει αντιμέτωπος και να επιβιώσει, μετατρέποντάς τον σε τρόπο ο οποίος ωθεί με κατεύθυνση προς τα εμπρός. Η διαύγεια του πνεύματος αποκαλύπτεται με ενάργεια ως «κραταιά μανία» για δημιουργία,  εδραίωση και συνένωση των μερών της ανθρώπινης ολότητας. Συνένοχος στην αναγέννησή του, το ποιητικό υποκείμενο παρουσιάζεται έτοιμο να βουτήξει στα πιο βαθιά στρώματα της συνείδησης, πλέον χωρίς κανένα εργαλείο για την άμυνά του.
                Στις «Καθοδικές στροφές» η νέα παρουσία του, πραγματωμένη στην αναγεννημένη της μορφή, ταλαντεύεται ανάμεσα στην ύπαρξη και τη μη-ύπαρξη. Εδώ, η συνεχόμενα βιωμένη ενοχή σε παρελθόντα στάδια επανέρχεται ακόμα και μέσω της χαράς. Μιας που ο φόβος αρχίζει να εξαλείφεται και η βούληση να δυναμώνει, η συγχώρεση αποτελεί την προωθητική ουσία η οποία θα απελευθερώσει τα όρια της ύπαρξης πέρα από την ύλη εκεί όπου «…τα μέλλοντα λαλούν»/ και «συντυχαίνουν ειδήσεις αισθητές». Σε αυτό το όγδοο στάδιο εξελικτικής πορείας η ανθρώπινη ουσία του ποιητικού υποκειμένου βρίσκεται σε «αιθρία» κατάσταση αφού μέσα από το πένθος έχει κατακτηθεί η γνώση και η κατανόηση που προσφέρουν τη δυνατότητα του βάδειν της ζωής. Η επαφή με την εσωτερική υφή του Είναι, φέρνει την αίσθηση της θαλπωρής. Η δύναμη της ολοκληρωμένης εαυτότητας «δε φιμώνεται» καθώς η νόηση ανοίγει το δρόμο προς την πραγμάτωση του εαυτού· ο νέος οδεύει προς την «ανάδυση».
                Διασπώντας τα ενοχικά συμπλέγματα, το υποκείμενο αφήγησης απομένει να θέσει τη ζωή του σε βάσεις δικαίου. Άλλωστε, η αποκάλυψη δεν μπορεί να συντελεστεί υπό διαφορετικές προϋποθέσεις. Ο άνθρωπος θα πρέπει να έχει αναγνωρίσει τον εαυτό του έχοντας απαλλάξει τον ίδιο από τα εμπόδια του παρελθόντος· ωστόσο, η αναγνώριση και «ανάδυσή» του, λαμβάνει χώρα μόνο στην πατρίδα του, επιστρέφοντας σε αυτήν και τις προγονικές του ρίζες. Ο ίδιος γράφει: «Η ώρα – αποκάλυψη./ Το νήμα της επιστροφής./ Πατρίδα ετούτη η θάλασσα./ Εμβόλιμος ο ήχος, προγονικός./». Κατά το ένατο και τελευταίο μέρος της ποιητικής σύνθεσης του Βασίλη Ρούβαλη η ψυχή βρίσκεται στο τελικό στάδιο προς την απελευθέρωσή της. Σημεία του παρελθοντικού καιρού επανέρχονται για μια τελευταία αναμέτρηση, όμως δεν κατέχουν πλέον μεγάλη θέση μιας και η κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου βρίσκεται σε μεγαλύτερη εσωτερική διαύγεια και καθαρότητα. Η πράξη της ύπαρξης είναι προ των πυλών και το βάθος της «κατακλύζει τη συνείδηση», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει. Συναντώντας την ορμητική δύναμη της αλήθειας του εαυτού του, το ποιητικό υποκείμενο καταλήγει καταφατικά στη βεβαιότητα της ύπαρξής του με τον χαρακτηριστικό στίχο «Άλφα του υπάρχοντος και ωμέγα της βεβαιότητας».
                Η ποιητική σύνθεση Λεύγες αποτελεί, υπαρξιακά, μία ακράδαντη βεβαιότητα η οποία μέσω της υψηλής πυκνότητας των ποιητικών σημείων της γραφής του Βασίλη Ρούβαλη «συσσαρκώνει» το διχασμό σε Ένα. Συγχρονικά, η διαπερατή υπόσταση των λέξεών του, δεν αποκόπτει τον αναγνώστη από την προσέγγιση των βαθύτερων εννοιών του βιβλίου, με αποτέλεσμα τα συμπυκνωμένα νοήματα να γίνονται προσπελάσιμα. Η φαινομενολογική διάσταση του ποιητικού μορφώματος της σύνθεσης αυτής, μαρτυρά αναμφίβολα τη στοχαστική - φιλοσοφική υφή της ποίησης του Βασίλη Ρούβαλη, η οποία καλείται να συνενώσει τη γνώση (ως γνωστική διαδικασία μάθησης και βεβαίωσης του όντος) με τις αισθήσεις και τον κοσμικό μας εαυτό. Τα ποιητικά συνθέματά του αναλαμβάνουν την ξενάγηση του απαιτητικού αναγνώστη σε εσωτερικές – φιλοσοφικές έννοιες, οι οποίες γίνονται εναργείς μέσω της απεικόνισής τους στο ποίημα – γεγονός, προτείνοντας μας να αντιληφθούμε την ύπαρξη ως υπερκόσμια διαρκή ουσία.          


Στεφανία Ι. Κωστοπούλου
Φιλόλογος - Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Παν/μίου Πατρών

[1] Παράφραση της αρχής του έκτου μέρους της ποιητικής σύνθεσής του με τίτλο «ΑΝΑΠΝΕΩ ΧΑΡΗ ΣΤΗ ΔΟΚΙΜΗ». 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κατερίνα Σχινά, Καλή και ανάποδη: Ο πολιτισμός του πλεκτού, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2014.

Μαρία Σφήκα: "Εισαγωγή στις πονηρίες της χαράς", εκδόσεις Οιωνός, Λαμία 2011.