Claude Levi-Strauss, La Pensée sauvage, Librairie Plon, Paris,1962
H Άγρια Σκέψη και η «Επιστήμη του Συγκεκριμένου»
O Γάλλος ανθρωπολόγος Claude Lévi-Strauss ήταν αναμφισβήτητα ο επιφανέστερος εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού δομισμού (structuralisme). Το ογκώδες έργο του δίχασε την ευρωπαϊκή διανόηση κι επέδρασε σε διαφορετικούς επιστημονικούς τομείς. Η συμβολή του στον κόσμο των κοινωνικών επιστημών όσο περνά ο καιρός γίνεται ολοένα και πιο ανεκτίμητη. Ο Claude Lévi-Strauss εισήγαγε το επιστημονικό παράδειγμα της Δομικής Γλωσσολογίας και εφάρμοσε τα πορίσματά της στις κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές έρευνες, ιδρύοντας τον κλάδο της Δομικής Ανθρωπολογίας.
Ο ίδιος, με την κατ' αρχάς
εθνογραφική1 και κατ' επέκταση εθνολογική2 μελέτη του επιδιώκει να δείξει τη
φύση της μυθολογίας και τη σημασία της για την ανάλυση του νοητικού μηχανισμού
του ανθρώπινου εγκεφάλου. Ο L.S. ξεκίνησε την εκπαίδευσή του από
τη φιλοσοφία, όμως γρήγορα αποφάσισε να την εγκαταλείψει διότι πίστευε πως ο
θεωρητικός στοχασμός χωρίς εφαρμογή αποτελεί άγονη άσκηση του πνεύματος
(1977,9). Η ενασχόλησή του με την εθνογραφία προέκυψε με αφορμή μια πρόταση που
του έγινε να διδάξει στο πανεπιστήμιο του Sao Paolo. Η πρόταση αυτή του έδωσε την
ευκαιρία να μελετήσει τους Ινδιάνους της ζούγκλας του Αμαζονίου (1979,36). Κατά τη διάρκεια των
εθνογραφικών του ερευνών κατέγραφε ποικίλο υλικό το οποίο επεξεργάστηκε αρκετό
καιρό μέχρι να το δημοσιεύσει.
Η συνέχεια των μελετών του είναι
ποικίλη. Εκτός από διάφορα άρθρα που έγραψε καθ' όλη τη διάρκεια των ερευνών
του, (με σημαντικότερο ανάμεσά τους το « The Structural study of myth », 1955), ασχολήθηκε με
μυθολογικής υφής θέματα. Το 1962 δημοσίευσε τον Τοτεμισμό σήμερα καθώς
και το περισσότερο θεωρητικό έργο του Άγρια
σκέψη. Οι έρευνές του πλέον είχαν στραφεί στους μύθους των « πρωτόγονων »
κοινωνιών. Τα μετέπειτα πονήματά του είχαν και πάλι άμεση σχέση με τις
πρωτόγονες κοινωνίες. Το 1964 ξεκίνησαν οι λεπτομερέστατες εκδόσεις των
τεσσάρων μυθολογικών του, Το ωμό και το μαγειρεμένο (1964), Από το
μέλι στη στάχτη (1967), Η καταγωγή των ηθών (1968) και Ο γυμνός
άνθρωπος (1971). Αργότερα, το 1973 εμπνεόμενος από τις επιταγές
κυρίως της δομικής γλωσσολογίας οδηγήθηκε στη δημιουργία του τόμου της Δομικής
ανθρωπολογίας (1958) που απαρτιζόταν από τα κυριότερα άρθρα του. Το
επόμενο έργο του με τίτλο Ανθρωπολογία
και Μύθος: Λόγοι που εκφώνησα, υποσχέσεις που έδωσα 1951-1982: Μυθολογικά (1984),
πραγματεύεται κυρίως ζητήματα ανθρωπολογίας, κοινωνιολογίας καθώς και τα
θεωρητικά τους αποτελέσματα τα οποία είχε εφαρμόσει στις πρωτογονικές κοινωνίες
που είχε μελετήσει κατά τις εθνογραφικές έρευνές του στη Βραζιλία.
Άγρια σκέψη
Η Άγρια σκέψη (1962) αποτέλεσε κομβικό
σημείο στη συγγραφική σταδιοδρομία του L.S. Το
συγκεκριμένο βιβλίο θεωρήθηκε από την πλειονότητα των μελετητών του το πιο
αξιόλογο έργο του κυρίως από θεωρητικής άποψης. H άγρια σκέψη για τον Levi-Strauss δεν είναι βέβαια η
σκέψη των αγρίων ή μιας πρωτόγονης ή αρχαϊκής κοινωνίας, αλλά είναι «η
ανθρώπινη σκέψη που βρίσκεται σε άγρια κατάσταση και διακρίνεται έτσι από τη
σκέψη που καλλιεργήθηκε ή εξημερώθηκε με σκοπό να αποδώσει περισσότερο» (1977,
321).
Η συλλογιστική μέθοδος την οποία
ακολουθεί ο Levi-Strauss στο βιβλίο αυτό
χαρακτηρίζεται από μια εικονιστική - αναπαραστατική τάση. Συγκεκριμένα, ο ίδιος
μέσα από την εικόνα που χρησιμοποιεί στο εξώφυλλο του βιβλίου επιδιώκει να
δώσει στον αναγνώστη ένα σκιαγραφημένο
πρότυπο του περιεχομένου του. Ο τίτλος της πρώτης γαλλικής έκδοσης είναι La pensée sauvage.
Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι
διακοσμημένο με έναν αγριοπανσέ. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αυτό το φυτό
προκειμένου να δείξει τη σχέση των «πρωτόγονων» κοινωνιών με τη φύση. Το
παράδειγμα του αγριοπανσέ αποτελεί ένα επιτυχημένο λογοπαίγνιο και λειτουργεί
σε δύο επίπεδα. Το πρώτο, σχετίζεται απλά με το πρώτο συνθετικό της λέξης του αγριο-πανσέ
και με το επίθετο που χαρακτηρίζει ο L.S. τις πρωτογονικές κοινωνίες «άγριος».
Το δεύτερο, παρουσιάζει περιληπτικά αλλά πολύ εύστοχα, το θέμα το οποίο θα
πραγματευτεί ο Levi-Strauss στο βιβλίο και την
κεντρική θέση του. Αυτή η θέση είναι ακριβώς, ότι οι κατηγορίες των φυτών και
των ζώων που μεταχειρίζονται οι ιθαγενείς προκειμένου να οργανώσουν τις
κοινωνικές δομές τους, μπορούν να μεταμορφωθούν σε αφηρημένες έννοιες, καθώς η
εννοιολογική οντότητα ενός φυτού μεταβαίνει στο επίπεδο της σκέψης (1977,66
κ.ε. )4. Ας μην ξεχνάμε πως η λέξη
pensée
στα
γαλλικά σημαίνει πανσές και σκέψη. Χρησιμοποιώντας ο L.S. το συγκεκριμένο λογοπαίγνιο
επιδιώκει να μας δείξει την άμεση σχέση που έχει η σκέψη και η κοινωνική
οργάνωση των «αγρίων» με τη φύση.
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, με τίτλο
«Η επιστήμη του συγκεκριμένου» ο συγγραφέας χρησιμοποιεί δύο παραστατικές
εικόνες προκειμένου να συγκρίνει την επιστημονική και τη μυθική ή μαγική σκέψη.
Η μία είναι η εικόνα της μαστορικής και η άλλη του καλειδοσκοπίου5. Στην εργασία αυτή θα ασχοληθούμε με την πρώτη, διότι
αναφέρεται κυρίως στο θεωρητικό πλαίσιο των χαρακτηριστικών της επιστήμης και
της μυθικής σκέψης, ενώ η δεύτερη σχετίζεται περισσότερο με τη λογική των
τοτεμικών ταξινομήσεων και θα εντασσόταν σε μια εργασία κοινωνιολογικής ή
ανθρωπολογικής κατεύθυνσης.
Επιστήμη versus Μυθική σκέψη
Today
the function of the artist is to bring imagination to science and science to
imagination, where they meet, in the myth
Cyril Vernon Connolly
Ο
Levi-Strauss με το έργο του
αποσκοπούσε να παρουσιάσει έναν από τους βασικούς μηχανισμούς που καθορίζουν
την ανθρώπινη νόηση. Στην προσπάθειά του αυτή, μελέτησε εκ των έσω διαφόρων
ειδών «πρωτογονικές» κοινωνίες, συγκρίνοντάς τις με πολιτισμικά στάδια εξέλιξης
«αναπτυγμένων» κοινωνιών. Ο ίδιος διακρίνει τις κοινωνικές δομές σε «ιστορικές»
και «μη». Συγκεκριμένα σημειώνει πως «οι πρωτόγονοι έχουν ιστορία απλώς εμείς
δεν την ξέρουμε· εκείνο που δεν έχουν
είναι η ιστορική συνείδηση» (1977,27). Αυτό σημαίνει ότι η κάθε κοινωνία
δημιουργεί ιστορία και μόνο με την ύπαρξή της. Ωστόσο, η διαφορά έγκειται στον
τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί την ιστορία της προκειμένου να χτίσει στη βάση
της το μέλλον.
Μέσα από τη μελέτη του αυτή, η
κυριότερη επιδίωξή του ήταν να δείξει πως ανεξάρτητα από το σημείο εξέλιξης στο
οποίο βρίσκονται οι διάφορες κοινωνικές δομές, υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά με
βάση τα οποία λειτουργούν. Συνεπώς, δεν μιλάμε για «πρωτόγονους» και
«αναπτυγμένους» πολιτισμούς αλλά για κοινωνίες με διαφορετικού τύπου και
επιπέδου διαδικασία εξέλιξης. Όπως εξηγεί «κάθε φορά που ερχόμαστε να
χαρακτηρίσουμε έναν πολιτισμό ως αδρανή ή στάσιμο οφείλουμε να αναρωτηθούμε
μήπως αυτή η φαινομενική ακινησία προέρχεται από τη δική μας άγνοια των
συνειδητών ή ασυνείδητων ενδιαφερόντων του και μήπως αυτός ο πολιτισμός, επειδή
διαθέτει κριτήρια διαφορετικά από τα δικά μας, πέφτει, κατά την άποψή μας θύμα
της ίδιας ψευδαίσθησης. Με άλλα λόγια θα φαινόμασταν ο ένας στον άλλον
στερημένοι ενδιαφέροντος μόνο και μόνο επειδή δεν μοιάζουμε» (1995,41). Ο ίδιος
μάλιστα σημειώνει ότι «ουσιαστικά, προσπαθούμε να πλησιάσουμε τις μορφές της
σκέψης που μας φαίνονται ξένες προς τη δική μας, με το να τις δούμε μέσα από το
πρίσμα των κοινών ιδιοτήτων τους» (1977,107).
Παρόλες τις διαφορές που υπάρχουν
ανάμεσα στους δυτικούς πολιτισμούς και σε εκείνους οι οποίοι βρίσκονται σε
απομακρυσμένες περιοχές, ο L.S. στο βιβλίο του Άγρια σκέψη παρουσιάζει
με ένα πολύ επιτυχημένο παράδειγμα τις βασικές ιδιότητες των δύο πολιτισμικών
αντιλήψεων. Από τη μία παραθέτει τον τρόπο λειτουργίας ενός συμβολικού -
μυθικού τρόπου σκέψης που χρησιμοποιείται από τους «πρωτογονικούς» λαούς κι από
την άλλη, τον τρόπο λειτουργίας της επιστημονικής σκέψης των δυτικών
πολιτισμών. Ουσιαστικά θέλει να αποδείξει πως η σκέψη των «αγρίων» έχει
παρόμοια χαρακτηριστικά με εκείνη των «αναπτυγμένων» κοινωνιών.
* * *
Ύστερα
από αυτή την μικρή εισαγωγή, το βασικότερο σημείο το οποίο πρέπει να
κατανοήσουμε πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση της επιστήμης και της μυθικής
σκέψης είναι το ζήτημα του τοτεμισμού. Στο βιβλίο του Ο Τοτεμισμός σήμερα (1962),
ο Levi-Strauss προσπαθεί να δείξει
και να αποδείξει πως το θέμα του τοτεμισμού, που μέχρι τότε θεωρούνταν από τους
μελετητές αποτέλεσμα της υπανάπτυκτης λογικής των «αγρίων», δεν αποτελεί τίποτα
άλλο από την προσπάθειά τους να προσεγγίσουν τη σχέση φύσης - πολιτισμού. Δηλαδή,
να ανακαλύψουν την ουσιαστική σχέση που υφίσταται μεταξύ του ανθρώπου και της
φύσης. Συγκεκριμένα, «ο τοτεμισμός, δηλαδή η μυστική, τοτεμική σχέση του
ανθρώπου με τη φύση, είναι μια πέρα για πέρα λογική προσπάθεια των αγρίων να
μεταφράσουν το «συνεχές» της φύσης στο «ασυνεχές»
του πολιτισμού. Διαδικασία ανάλογη με τη θεμελιακή για τον άνθρωπο μετάβαση από
το «συνεχές» των φυσικών ήχων, δηλαδή τον άμορφο θόρυβο, στο «ασυνεχές» των
ήχων που φτιάχνουν την ανθρώπινη γλώσσα, δηλαδή το φωνολογικό της σύστημα. Και
στη μία και στην άλλη περίπτωση η μετάβαση αυτή συντελείται στο επίπεδο του
ασυνείδητου και οφείλεται στη συμβολική του λειτουργία» (1977,57).
Ας δούμε όμως πώς ακριβώς ερμηνεύει
ο Levi-Strauss το συνεχές και το
ασυνεχές που αναφέρθηκε παραπάνω. Ουσιαστικά αναλύει τη συμβολική λειτουργία
του ασυνείδητου, διακρίνοντας την ασυνεχή συμβολική σκέψη από τη συνέχεια των
λογικών συλλογισμών που χαρακτηρίζουν τη γνώση. Δηλαδή, θεωρεί ότι η συμβολική
λειτουργία εκφράστηκε πρώτη κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της ανθρωπότητας
(δεδομένου ότι η γλώσσα αναπτύχθηκε αργότερα), προκειμένου μέσω των συμβόλων να
ονοματίσει ή να οριοθετήσει την εμπειρική πραγματικότητα. Ωστόσο, ο ίδιος δεν
θεωρεί ότι αυτή η διαδικασία μας οδήγησε συγχρόνως και στην αντικειμενική γνώση
των πραγμάτων. Μάλιστα σημειώνει ότι «ύστερα από μια μεταμόρφωση που δεν είναι
δουλειά των κοινωνικών επιστημών να τη μελετήσουν, αλλά της βιολογίας και της
ψυχολογίας, συντελέστηκε η μετάβαση από ένα στάδιο όπου τίποτε δεν είχε σημασία
σε ένα άλλο που όλα είχαν . Αυτή η παρατήρηση, οσοδήποτε κοινότοπη κι αν
φαίνεται, είναι σημαντική, γιατί η ριζική αυτή αλλαγή δεν έχει το αντίστοιχό
της στο πεδίο της γνώσης, που αναπτύσσεται πολύ σιγά και προοδευτικά. Με άλλα
λόγια τη στιγμή που ολόκληρο το Σύμπαν έγινε σημαντικό, αυτό δε σήμαινε ότι μας
έγινε και καλύτερα γνωστό. Υπάρχει λοιπόν, μια θεμελιακή αντίθεση ανάμεσα στο
συμβολισμό, με τον ασυνεχή του χαρακτήρα, και τη γνώση, που χαρακτηρίζεται ως
συνεχής» (1977, 61).
Η ανάπτυξη της γλώσσας και κατ'
επέκταση της γνώσης, δημιουργείται με αργούς ρυθμούς, ωστόσο δεν χαρακτηρίζεται
από την ασυνέχεια της συμβολικής σκέψης, διότι ολοκληρώνει νοήματα που
καθορίζονται από μία συνέχεια και μία λογική διανοητική πράξη. Μπορούμε να
πούμε πως η διαδικασία της γνώσης και της αναγνώρισης του εμπειρικού κόσμου
χαρακτηρίζεται από λογική αλληλουχία σκέψεων που οδηγούν σε συμπεράσματα, γι'
αυτό και ονομάζεται από τον L.S. «συνεχής». Αξίζει στο σημείο αυτό
να σημειωθεί η ουσιαστική σχέση που προκύπτει από τα παραπάνω:
γνώση ~ συνέχεια ~ επιστήμη
V.S.
συμβολισμός ~ ασυνέχεια ~ μυθική σκέψη
Το
επόμενο σημείο στο οποίο είναι αναγκαίο να σταθούμε, όσον αφορά τη σχέση των
δύο τρόπων αντίληψης, είναι τα χαρακτηριστικά που τους ενώνουν κι εκείνα που
τους διαφοροποιούν. Η ουσιαστικότερη αρχή από την οποία ξεκινούν είναι πως και
στις δύο περιπτώσεις το αντικείμενο παρατήρησης είναι ο κόσμος. Προκειμένου οι
δύο τρόποι αντίληψης να προσεγγίσουν όσο γίνεται ενδελεχώς την εμπειρική
πραγματικότητα οδηγούνται στην ανάγκη για ταξινόμηση. Αυτό σημαίνει ότι το κάθε
αντικείμενο για να φτάσει σε ένα επίπεδο κατάκτησης, δηλαδή για να λάβει είτε
μια συμβολική είτε μια γνωστική σημασία, χρειάζεται να ανήκει σε ένα σύνολο με τα στοιχεία του οποίου θα
αλληλεπιδρά.
Η βασική διαφορά ανάμεσα στον
επιστημονικό - δυτικό τρόπο σκέψης και στη μυθική - μαγική σκέψη έγκειται στη
ντετερμινιστική8 οπτική που τις χαρακτηρίζει. Η μυθική -
μαγική σκέψη, χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερα αυστηρή εφαρμογή της
αιτιοκρατίας. Αυτό σημαίνει ότι οι επιταγές και τα συμπεράσματα στα οποία
καταλήγει πρέπει να θεωρούνται καθολικά και να είναι αποδεκτά από όλους όσους
χρησιμοποιούν αυτό τον τρόπο σκέψης. Ας μην ξεχνάμε ότι η μυθική σκέψη αντλεί
τα αποτελέσματά της από πεπερασμένο αριθμό υποθετικών περιπτώσεων, συνεπώς έχει
περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας όσον αφορά την πρόβλεψη των αποτελεσμάτων
της. Ο L.S. αναφέρει ότι «στην ιστορία της
επιστημονικής σκέψης, άλλωστε το φαινόμενο αυτό της «πρόληψης» επαναλήφθηκε
συχνά· όπως έδειξε ο Simpson
με τη βοήθεια ενός παραδείγματος από τη βιολογία του 19ου αιώνα, αυτό οφείλεται
στο ότι – εφόσον η επιστημονική εξήγηση αντιστοιχεί πάντοτε στην ανακάλυψη μιας
διάταξης – κάθε προσπάθεια αυτού του είδους, ακόμη κι εμπνεόμενη από μη
επιστημονικές αρχές, μπορεί να καταλήξει σε πραγματικές διατάξεις. Κάτι τέτοιο
θα μπορούσε να θεωρηθεί προβλέψιμο, αν δεχτούμε ότι, εξ ορισμού, ο αριθμός των
δομών είναι πεπερασμένος» (1977,109).
Η επιστημονική ανάλυση και
ταξινόμηση των πραγμάτων, ακολουθεί μια λιγότερο αυστηρή αιτιοκρατική
διαδικασία, διότι «λειτουργεί διακρίνοντας διάφορα επίπεδα, από τα οποία
ορισμένα μόνον επιδέχονται μορφές ντετερμινισμού που θεωρούνται ανεφάρμοστες σε
άλλα» (1977,109). Δηλαδή, ο επιστημονικός τρόπος σκέψης δε χρησιμοποιεί με
απόλυτο τρόπο την αιτιοκρατία, διότι οι επιστημονικές εξελίξεις συνεχώς
προχωρούν. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του L.S.
«οι τελετουργίες και οι μαγικές δοξασίες με την αυστηρότητα και την
ακρίβεια που τις χαρακτηρίζουν, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως εκφράσεις πίστεως
σε μια αγέννητη ακόμα επιστήμη διότι παρουσιάζουν μια ασυνείδητη αντίληψη, όσον
αφορά την αλήθεια του ντετερμινισμού ως τρόπου ύπαρξης των επιστημονικών
φαινομένων» (1977,109). Ουσιαστικά, στο σημείο αυτό ο L.S. παρατηρεί πως οι «άγριοι» λαοί
χαρακτηρίζονται από έναν αυστηρά ντετερμινιστικό τρόπο αντίληψης, ο οποίος
αποτελεί κομμάτι και του επιστημονικού τρόπου σκέψης αλλά όχι με την ίδια
αυστηρότητα.
Αυτό δε σημαίνει πως η μυθική -
μαγική σκέψη αποτελεί έναν προγενέστερου σταδίου εξέλιξης, ντετερμινιστικό
τρόπο αντίληψης, που οδηγεί με αργά και σταθερά βήματα στο μεταγενέστερο
επίπεδο εξέλιξης, δηλαδή το επιστημονικό. Είναι απαραίτητο στο σημείο αυτό να
διευκρινίσουμε ότι η μυθική σκέψη, αποτελεί ένα καλά αρθρωμένο σύστημα με τις
δικές του νομοτελειακές διατάξεις και είναι ανεξάρτητη από εκείνο της
επιστήμης. Πιο συγκεκριμένα η μαγική σκέψη, εφαρμόζει τις επιταγές της σε
ζητήματα όπως η τύχη. Ουσιαστικά, προσπαθεί να αιτιολογήσει οποιοδήποτε
περιστατικό, βασιζόμενη σε «αιτίες» οι οποίες λαμβάνουν χώρα στη συμβολική
πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να μην οδηγούνται σε ένα συμπέρασμα που να μπορεί
να ελεγχθεί επιστημονικά. Η μυθική σκέψη, ολοκληρώνει σύνολα στοιχείων των
οποίων το αποτέλεσμα είναι αναγκασμένη να υποστηρίξει με αυστηρό και απόλυτο
τρόπο, εφόσον το αποτέλεσμά της, όπως προαναφέρθηκε, δε μπορεί να ελεγχθεί με
επιστημονικό τρόπο.
Προκειμένου να ολοκληρώσουμε τη
θεωρητική τους σύγκριση και να περάσουμε στο βασικότερο επιχείρημα του
συλλογισμού του Levi-Strauss, αξίζει να σημειώσουμε
πως η μυθική - μαγική σκέψη και η επιστήμη αποτελούν δύο τρόπους ανάλυσης -
ταξινόμησης της πραγματικότητας, « οι οποίοι μπορεί να διαφέρουν ως προς τα
θεωρητικά και πρακτικά τους αποτελέσματα, όχι όμως ως προς το είδος των
διανοητικών λειτουργιών που και οι δύο προϋποθέτουν, και οι οποίες διαφέρουν
όχι τόσο κατά τη φύση όσο κατά τους τύπους των φαινομένων στα οποία εφαρμόζονται
» (1977,111).
Το παράδειγμα της μαστορικής και του
τεχνικού
O
Levi-Strauss, προκειμένου να δείξει
ότι ο μυθικός τρόπος σκέψης αποτελεί επίσης έναν επιστημονικού είδους τρόπο
ανάλυσης της πραγματικότητας, στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Άγρια
σκέψη, όπως ήδη έχει αναφερθεί, χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα από την
καθημερινότητα. Συγκεκριμένα, παρουσιάζει το παράδειγμα της μαστορικής και του
τεχνικού. Αρχικά αναλύει τον τρόπο που δουλεύει ένας μάστορας παραλληλίζοντάς
τον με τον τρόπο που λειτουργεί η μυθική σκέψη. Από την άλλη πλευρά, ο
επιστημονικός τρόπος σκέψης παραλληλίζεται με την εργασία ενός τεχνικού.
Κατά την ανάλυση του παραδείγματος ο
L.S. ξεκινάει παρουσιάζοντας τα
παρεμφερή βασικά χαρακτηριστικά της μαστορικής και του μυθικού τρόπου αντίληψης. Ένας μάστορας
μπορεί να χρησιμοποιήσει διαφορετικά μεταξύ τους αντικείμενα προκειμένου να
οδηγηθεί σε ένα αποτέλεσμα, αυτό σημαίνει ότι ο ίδιος μπορεί να επισκευάσει και
να κατασκευάσει οτιδήποτε, χρησιμοποιώντας μόνο τα εργαλεία που έτυχε να έχει
στη διάθεσή του. Δηλαδή, «σε αντίθεση με τον τεχνικό, δεν εξαρτά την κατασκευή
τους από τις πρώτες ύλες και τα σύνεργα που πρέπει να προμηθευτεί, και τα οποία
υπολογίζει και προμηθεύεται στα μέτρα του έργου που σχεδιάζει» (1977,115), αλλά
πρέπει να εργαστεί με έναν πεπερασμένο αριθμό προσφερόμενων μέσων, τα οποία
πολλές φορές είναι αναγκαίο να βρει τρόπους να τα χρησιμοποιήσει με όσο το
δυνατόν πιο εύστοχο τρόπο, προκειμένου να οδηγηθεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Συγκεκριμένα ο L.S. αναφέρει πως «από την άποψη των
εργαλείων, το σύμπαν του είναι κλειστό και ο κανόνας του παιχνιδιού του είναι
να τα βγάζει πέρα «εκ των ενόντων», δηλαδή μ' ένα σύνολο, ανά πάσα στιγμή
πεπερασμένο, σύνεργων και υλικών ετερόκλιτων στο μεγαλύτερο μέρος τους, γιατί η
σύνθεση του ενδεχομένου συνόλου δεν εξαρτάται από το σχέδιο της στιγμής, ούτε
άλλωστε από κανένα άλλο σχέδιο, αλλά είναι το τυχαίο αποτέλεσμα όλων των
ευκαιριών που παρουσιάστηκαν για την ανανέωση ή τον εμπλουτισμό του αποθέματος
ή την συντήρησή του με τα υπολείμματα προηγούμενων κατασκευών και διαλύσεων»
(1977,115). Συμπληρώνει ότι «θα τολμούσε να πει κανείς ότι ο τεχνικός ρωτά το
σύμπαν ενώ αυτός που μαστορεύει απευθύνεται σε μια συλλογή υπολειμμάτων
ανθρώπινων έργων, δηλαδή σε ένα υπο-σύνολο του πολιτισμού» (1977,117).
Ο επιστήμονας και ο τεχνικός,
ενεργούν με βάση το γνωστικό στάδιο στο οποίο βρίσκονται οι ίδιοι και εκείνο
στο οποίο έχουν φτάσει τα επιστημονικά θεωρητικά επιτεύγματα που λαμβάνουν
υπόψη τους, άλλωστε «ο επιστήμονας ποτέ δεν συνδιαλέγεται με την καθαρή φύση,
αλλά με μια ορισμένη κατάσταση της σχέσης φύσης - πολιτισμού, η οποία
καθορίζεται από την ιστορική περίοδο μέσα στην οποία ζει, τον πολιτισμό του και
τα υλικά μέσα που έχει στη διάθεσή του» (1977,117). Η καθαρή φύση την οποία
επικαλείται εδώ ο L.S. αναφέρεται σε δεδομένα ή σε
στοιχεία της πραγματικότητας τα οποία έχουν περάσει από ελάχιστη πολιτισμική
επεξεργασία. Αυτό σημαίνει ότι αφού ο επιστήμονας και κατ' επέκταση η
επιστημονική σκέψη χαρακτηρίζεται από μια αέναη διαδικασία εξέλιξης,
αντιλαμβανόμαστε ότι η ντετερμινιστική της οπτική είναι σαφώς πιο χαλαρή και τα
αποτελέσματά της επιδέχονται συνεχώς αλλαγές οι οποίες διαρκώς αναδιαμορφώνουν
το στάδιο της κατάστασης φύσης - πολιτισμού που χαρακτηρίζει το αντικείμενο
ανάλυσης.
Ο μάστορας δεν ασχολείται με
θεωρητικές επιταγές και αναλύσεις δεδομένων, γι' αυτό και απευθύνεται σε ένα «υπο-σύνολο»
πολιτισμού. Τα αντικείμενα που του χρειάζονται δεν έχουν ολοκληρώσει όλα τα
στάδια πολιτισμικής εξέλιξης, αλλά παραμένουν «φυσικά» δηλαδή ανεπηρέαστα από
κάθε πολιτισμική αλλοίωση της αυθεντικότητάς τους. Αυτό που καλείται ο μάστορας να κάνει είναι
να συνδυάσει με έναν γενικά αποδεκτό τρόπο τα διαφορετικής φύσης εργαλεία που
έχει στη διάθεσή του και να οδηγηθεί σε ένα επιτυχές αποτέλεσμα.
Αν σκεφτούμε με τον ίδιο τρόπο θα
παρατηρήσουμε πως η διαδικασία που ακολουθεί και η μυθική σκέψη προκειμένου να
δημιουργήσει ολότητες με μυθικό περιεχόμενο, είναι παρόμοια με εκείνη του
μάστορα, όσον αφορά στην ετερότητα των δεδομένων που καλείται να χρησιμοποιήσει9. Μάλιστα στην Άγρια σκέψη ο L.S. θεωρεί πως «χαρακτηριστικό της
μυθικής σκέψης είναι ότι εκφράζεται με τη βοήθεια ενός ρεπερτορίου του οποίου η
σύνθεση είναι ετερόκλιτη και το οποίο, αν και εκτεταμένο, παραμένει ωστόσο
περιορισμένο· παρ' όλ' αυτά, είναι αναγκασμένη να το χρησιμοποιήσει,
οποιοδήποτε κι αν είναι το έργο που ανέλαβε, γιατί δεν έχει τίποτε άλλο στη
διάθεσή της. Εμφανίζεται έτσι, σαν ένα είδος νοητικού μαστορέματος» (1977,114).
Το εκάστοτε αποτέλεσμα στο οποίο
φτάνει η μαστορική και η μυθική σκέψη είναι καθορισμένο από τη φύση των
στοιχείων από τα οποία απαρτίζεται. Αυτό σημαίνει ότι τα στοιχεία που
χρησιμοποιούνται δεν χαρακτηρίζονται από έναν και μοναδικό ρόλο τον οποίο
επιτελούν, αλλά είναι στοιχεία που έχουν και δυνητικές ικανότητες οι οποίες
αναδιαμορφώνονται ανάλογα με τον στόχο είτε του νοητικού μαστορέματος (μυθική
σκέψη), είτε της απλής μαστορικής διαδικασίας.
Κατά συνέπεια, αυτός που επιδιώκει
να «μαστορέψει», δεν χρειάζεται να γνωρίζει πολλές λεπτομέρειες για την
εξειδικευμένη χρήση του κάθε αντικειμένου ή κομματιού εμπειρικής
πραγματικότητας, φτάνει να μπορεί να το χρησιμοποιήσει με τον κατάλληλο τρόπο,
και συνδυαστικά με τα υπόλοιπα στοιχεία, προκειμένου να οδηγηθεί στον απώτερο
στόχο του.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι το
μυθολογικό σύστημα στο οποίο καταλήγει η μυθική - μαγική σκέψη εμπνεόμενη από
κομμάτια της εμπειρικής πραγματικότητας, ολοκληρώνει, σύμφωνα με τον L.S., μια δομή. Ο κάθε μύθος,
είναι κομμάτι ενός γενικότερου μυθολογικού συστήματος - δικτύου. Ο L.S. ήταν ο πρώτος που αποφάσισε να
εφαρμόσει τις αρχές της γλωσσολογίας και της δομιστικής μεθόδου σε ένα
θεωρητικό αντικείμενο όπως η ανθρωπολογία και κατ' επέκταση η μυθολογία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Λεξικά
Ίδρυμα Μανόλη
Τριανταφυλλίδη, Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Ινστιτούτο Νεοελληνικών
Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη, 1998.
Πελεγρίνης
Θεοδόσιος Ν., Λεξικό της Φιλοσοφίας: οι έννοιες, οι θεωρίες, οι σχολές, τα
ρεύματα και τα πρόσωπα: εξάγλωσση ορολογία, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα,
2009.
Σωτήρης
Δημητρίου, Λεξικό όρων: σημειολογικής και δομικής ανάλυσης της τέχνης, Εκδ.
Καστανιώτη, Αθήνα, 1978.
Έργα
του C. Levi-Strauss
Claude Lévi-Strauss, La pensée sauvage, Librairie Plon, 1962.
Άγρια
σκέψη, μτφρ.
Εύα Καλπουρτζή, Επιμ. Άλκη Κυριακίδου - Νέστορος, Εκδ. Παπαζήση,Αθήνα,
1977.
Θλιβεροί
τροπικοί, μτφρ.
Λούβρου Βούλα, Εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα, 1979.
Μύθος
και νόημα, μτφρ.
Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1986.
Φυλή
και ιστορία, μτφρ.
Ευρυδίκη Παπάζογλου, Εκδ. « ΓΝΩΣΗ », Αθήνα, 1995.
Δομική
ανθρωπολογία, μτφρ.
Θεόδωρος Παραδέλλης, Εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2010.
Άλλα
εγχειρίδια
Raman Selden,
Ιστορία της θεωρίας της λογοτεχνίας: Από τον φορμαλισμό στον μεταδομισμό,
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], Θεσσαλονίκη,
2005.
Edmund Leach, Levi-Strauss, μτφρ. Δημήτρης Μέλλος, Πηνελόπη Τοπάλη, Εκδ. Πατάκη,
Αθήνα, 2002.
Ferdinand de
Saussure, Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας, μτφρ.
Αποστολόπουλος Φώτης Δ., Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1979.
Ερατοσθένης
Καψωμένος, Αφηγηματολογία: θεωρία και μέθοδοι ανάλυσης της αφηγηματικής
πεζογραφίας, Εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2003.
Derrida Drew Milne, Modern critical thought: An
Anthropology of Theorists writing on theorists, Blackwell, 2003.
1 Ο όρος εθνογραφία παραπέμπει στη
συστηματική ερευνητική προσέγγιση ακέραιων κοινωνικών ομάδων. Η προσέγγιση
αυτή, έχει σκοπό την αναλυτική περιγραφή και παρατήρηση των σχέσεων που
υπάρχουν ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία του πολιτισμού μιας κοινότητας, με την
οργάνωση των οποίων τα δρώντα πρόσωπα δημιουργούν κοινωνικές δομές.
2 Με τον όρο εθνολογία ορίζουμε τον επιστημονικό κλάδο που
έχει ως ενασχόληση την εξαγωγή συνθετικών μελετών και θεωρητικών συμπερασμάτων
από τις εθνογραφικές έρευνες και καταγραφές, οι οποίες αφορούν κυρίως «
πρωτόγονες » και μη κοινωνίες. Ο όρος αυτός, στη Γαλλία τείνει να
αντικατασταθεί από τον όρο κοινωνική ανθρωπολογία.
4 Εδώ, τίθεται το ζήτημα του Τοτεμισμού. Ο Τοτεμισμός,
αποτελεί το σύνολο των εθίμων που σχετίζονται με τα τοτέμ. Ο όρος τοτέμ,
προέρχεται από ινδιάνικες φυλές του Καναδά και χρησιμοποιείται για να
περιγράψει κάθε φυσικό αντικείμενο, ζώο ή φυτό στο οποίο αποδίδονται ιερές
ιδιότητες. Οι εθνολόγοι θεωρούσαν κατά κόρον, πως η κοινωνική-συγγενική δομή
κάθε φυλής καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από τα τοτέμ, καθώς είχαν μεγάλη
θρησκευτική αξία και θεωρούνταν άλλοτε προστάτες, άλλοτε γενάρχες της εκάστοτε
φυλής. Ο Levi-Strauss, στο βιβλίο του Ο
Τοτεμισμός σήμερα (1962), παρουσιάζει το ζήτημα επιχειρώντας να καταρρίψει
όλες τις προηγούμενες ερμηνείες που έχουν προταθεί γι' αυτόν και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο
Τοτεμισμός, είναι ένα ψευδοπρόβλημα.
5 Το καλειδοσκόπιο είναι οπτικό όργανο που να
χρησιμοποιείται συνήθως ως παιδικό παιχνίδι. Πρόκειται για έναν σωλήνα που από
τη μία άκρη του τοποθετείται στο μάτι του χρήστη και από την άλλη έχει διαφανές
κάλυμμα που επιτρέπει τη διέλευση του φωτός. Στο εσωτερικό, κατά μήκος του
σωλήνα βρίσκονται κάτοπτρα, ενώ το διαφανές κάλυμμα στην άκρη του είναι διπλό
και στο εσωτερικό του βρίσκονται μικρά κομμάτια από γυαλί. Τα κάτοπτρα
αντανακλούν το εισερχόμενο φως με τέτοιο τρόπο ώστε εμφανίζονται συμμετρικές
εικόνες από τα μικρά κομμάτια γυαλί. Με την περιστροφή του σωλήνα τα κομματάκια
κινούνται και έτσι δημιουργούνται διαφορετικοί σχηματισμοί.
8 Η αιτιοκρατία (ντετερμινισμός) (Determinism) (από το λατινικό deternino = ορίζω, περιορίζω, προσδιορίζω)
είναι η αντίληψη σύμφωνα με την οποία οτιδήποτε πρόκειται να γίνει είναι
προσδιορισμένο από πριν να συμβεί όπως θα συμβεί. Η αιτιοκρατία ή ο
ντετερμινισμός ή η ετεραρχία - όπως αλλιώς αποκαλείται - βασίζεται στην αρχή
ότι τίποτα στον κόσμο δεν δημιουργείται εκ του μηδενός, αλλά ότι το κάθε τι
προέρχεται από κάποια αιτία. Αν λοιπόν τα πάντα ανάγονται σε προγενέστερες
αιτίες, τότε το σύμπαν διέπεται από μια απόλυτη αναγκαιότητα, υπό την
έννοια ότι το μέλλον είναι ήδη γνωστό, καθορισμένο από το παρόν, το οποίο, με
τη σειρά του, είχε καθοριστεί από το παρελθόν. Η αιτιοκρατική αντίληψη για τον
κόσμο έχει προσλάβει διάφορες μορφές- τη θεολογική, τη μεταφυσική, τη λογική
και την επιστημονική αιτιοκρατία.
Κατά
τη θεολογική αιτιοκρατία, ο Θεός, ως πάνσοφος και παντοδύναμος, είναι σε θέση
να γνωρίζει εκ των προτέρων και να ελέγχει οτιδήποτε πρόκειται να συμβεί.
Σύμφωνα με τη μεταφυσική αιτιοκρατία, στον κόσμο είναι ενσωματωμένη μια
νομοτέλεια, που υπαγορεύει απαρέγκλιτα τι θα συμβεί στον κόσμο και πώς θα
συμβεί αυτό. Μια τέτοια ερμηνεία του σύμπαντος εισηγήθηκαν οι εκπρόσωποι της
στωικής φιλοσοφίας, υποστηρίζοντας πως ο λόγος, από τον οποίο
δημιουργήθηκε ο κόσμος, έχει διαχυθεί σε κάθε σημείο του σύμπαντος, έτσι ώστε
να διέπεται από μία τάξη και αναγκαιότητα, την ειμαρμένη, σύμφωνα με την
οποία οτιδήποτε εκδηλώνεται είναι προκαθορισμένο. Κατά τη λογική αιτιοκρατία, ο
προκαθορισμός οποιουδήποτε πράγματος ή γεγονότος στον κόσμο υπαγορεύεται από
την αρχή του αποκλειόμενου μέσου ή τρίτου, σύμφωνα με την οποία οι
προτάσεις είναι είτε αληθείς είτε ψευδείς. Συγκεκριμένα ο Αριστοτέλης ο οποίος
προέβη στη διατύπωση της θέσης της λογικής αιτιοκρατίας, χωρίς ωστόσο να είναι
βέβαιο ότι την υιοθέτησε κιόλας, παρατήρησε ότι το «καθετί κατ' ανάγκην είτε
υπάρχει είτε δεν υπάρχει, είτε θα συμβεί είτε δε θα συμβεί».
9 O Derrida
(2003, 203) μάλιστα
σημειώνει ότι « the engineer and the scientist are also species of bricoleurs
(...) Levi-Strauss describes bricolage not only as an intellectual
activity but also as a mythopoetical activity ».
Στεφανία Ι. Κωστοπούλου
Φιλόλογος - Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Νεοελληνικής Φιλολογίας Παν/μίου Πατρών
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου