Μαρία Σφήκα: "Εισαγωγή στις πονηρίες της χαράς", εκδόσεις Οιωνός, Λαμία 2011.
«Το σώμα, ένα
ζωντανό αντηχείο συναισθημάτων»
Η Μαρία Σφήκα γεννήθηκε
το 1969 στη Λαμία και μεγάλωσε στην Ιστιαία της Βόρειας Εύβοιας. Σπούδασε
Αγγλική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Το 2006
εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή που τιτλοφορείται
Ο
Υποκειμενικός Κήπος. Το 2010 κέρδισε το πρώτο βραβείο
ποίησης της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών με το ποίημά της «Το πολύ και το
λίγο». Το 2011 εξέδωσε τη δεύτερη ποιητική της συλλογή Εισαγωγή στις πονηρίες της χαράς (για την οποία και θα μιλήσω). Ζει
στη Ναύπακτο και εργάζεται ως καθηγήτρια Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Η εισαγωγή στις
πονηρίες της χαράς είναι μια ποιητική συλλογή – μαθητεία επάνω στην πραγματική
ζωή και τη χαρά. Η Μαρία Σφήκα διερωτώμενη για την αξία της ποίησης, τη σχέση
της με την πραγματικότητα, το σώμα και τη φαντασία, μας ξεναγεί στα εμπόδια ή τις «πονηρίες» που εμείς οι
ίδιοι, ποιητές και μη, θέτουμε στον εαυτό μας αποφεύγοντας να βιώσουμε το
σύνολο των συναισθημάτων μας. Αποτέλεσμα αυτής της συμπεριφοράς είναι η συστηματική
μας απομάκρυνση από το ζητούμενο της ζωής που, σύμφωνα με την ποιήτρια, δεν
είναι άλλο, από τη χαρά.
Από
το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής, το ποιητικό υποκείμενο αναζητά την
πραγματικότητα καθώς και τη σχέση που έχει η ίδια, με την ποίηση. Ο ποιητής
παρουσιάζεται σαν τυφλός που ψάχνει το φως ή τη χαρά, την οποία όμως δεν μπορεί
να αναγνωρίσει αφού είναι κλεισμένος στη «συμπαιγνία του οφθαλμού». Ο ίδιος, εγκλωβισμένος
στη φαντασία του ή δέσμιός της, δεν μπορεί να δει την πραγματικότητα ή/και να
τη βιώσει, ακόμα και αν βλέπει, υποβοηθούμενος από την αίσθηση της όρασης. Η
Μαρία Σφήκα γράφει σχετικά με την οπτική του ποιητή για τη ζωή: «ξαφνικά
διορίστηκες/μέγας ιεροφάντης,/ καταγραφεύς σημείων και θαυμάτων·». Η ανάγκη του
ποιητή να οδηγηθεί στη χαρά είναι τόση ώστε πολλές φορές θεωρεί ότι μπορεί να
τη βρει μέσα στη σκέψη του, μέσα στις λέξεις του. Έτσι, η αυταπάτη και η
δημιουργία της πραγματικότητας μέσω της φαντασίας, διαδραματίζοντας κυρίαρχο
ρόλο, υποκαθιστούν κάθε αληθινή διάσταση της ζωής. Ο ίδιος προκειμένου να
δικαιολογήσει την ενεργή απουσία του από τα ζητήματα της καθημερινότητας,
αυτοδιορίζεται ιεροφάντης, ο οποίος συμβιβαζόμενος με τη φανταστική ζωή του
μένει έξω από τον κύκλο της χαράς, άλλωστε: «Ο κύκλος,/ σπάνια τον γράφοντα,/
περιλαμβάνει/ κι η ωραιότης έχει πάντα κάτι/ απ’ τη θηριωδία του προσωρινού/
γι’ αυτό, πάντα επιστρέφει/ στης ήπιας μελαγχολίας/ την ασφάλεια».
Όπως
προανέφερα, το ζητούμενο στην ποίηση της Μαρίας Σφήκα είναι η χαρά, η οποία
επέρχεται μόνο μέσα από την απόλυτη βίωση της πραγματικότητας. Δηλαδή, το κάθε
συναίσθημα που δεν εκφράστηκε, η κάθε εκκρεμότητα που δεν διευθετήθηκε, ο κάθε
πόνος και φόβος που καταπατήθηκαν από την τυραννική λογική του μυαλού είναι
αναγκαίο να αποδεσμευθεί, να απελευθερωθεί μέσα στο σώμα. Όταν θα πάρουν όλα
αυτά τις πραγματικές τους διαστάσεις στη συνείδησή μας καθώς και τον χώρο που
τους αναλογεί μέσα μας, τότε η πραγματικότητα θα κατορθώσει να μας επισκεφθεί
με όλο της το μέγεθος, τις χαρούμενες, τις λυπηρές, τις δύσκολες και τις
εύκολες στιγμές της. Ο δρόμος προς την πραγματικότητα δεν περνά από τη φαντασία
αλλά μέσα από την ταξινόμηση των χρεών μας και το βίωμα των συναισθημάτων μας.
Παραθέτω:
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΠΟΝΗΡΙΕΣ
ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ Ι
ΙΙ
Είπαμε
να πέσουμε για ύπνο, να ξεκουραστούμε.
Όλη
τη νύχτα παλεύαμε με τα σκεπάσματα
κι
άγρια αγαπιόμασταν με τους ίσκιους·
Βρήκαμε
τους πεθαμένους μας
Και
μας ρώτησαν
Για
‘κείνα τα χρέη μας, τα παλιά,
Τους
καθησυχάσαμε, υποσχεθήκαμε·
Βρήκαμε
τα παιδικά μας ρούχα
και
τα φορέσαμε·
Μας
έκαναν.
Και
τους παλιούς μας φόβους βρήκαμε,
Περάσαμε
ακόμη μια φορά
Κάθιδροι
μέσα απ’ αυτούς·
Κι
όταν τελειώσαμε με τους άθλους,
Ξημέρωσε
και λυτρωθήκαμε·
Κι
είπαμε: η μάχη τελειώνει εδώ·
Χαίρε
ήλιε, λευτερωτή.
Χαίρε
πραγματικότης.
Στη συλλογή
παρουσιάζονται ποιήματα τα οποία περιγράφουν τι συμβαίνει όταν το ποιητικό
υποκείμενο κληθεί να μετατρέψει το φανταστικό σε συγκεκριμένο. Το συγκεκριμένο,
ο περιορισμός του συγκεχυμένου και η ταξινόμηση των δεδομένων της πραγματικότητας
επαναφέροντάς τα στις αληθινές τους διαστάσεις ανοίγει το δρόμο προς την οδύνη·
από όπου η ποιήτρια θα οδηγηθεί στη χαρά. Η ίδια γράφει:
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΠΟΝΗΡΙΕΣ
ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ Ι
ΙΙΙ
Όμως
κι εδώ,
Μετά
την πρώτη ανακούφιση,
Άρχισε
η δυσφορία του ορατού,
Η
κάθειρξη στο συγκεκριμένο·
Τυφλοί
μέσα στο φως, διασχίζαμε
Σχήματα,
χρώματα, αντικείμενα,
Μεσ’
την πυκνή ζούγκλα των πραγμάτων,
Βήμα
και παραπάτημα.
Και
τότε, θυμηθήκαμε τις λέξεις.
[…]
Το ποιητικό υποκείμενο,
ξεκινώντας να προσεγγίζει το συγκεκριμένο και να οδεύει προς την οδύνη βιώνοντας
το μέγεθος των συναισθημάτων του, αντιλαμβάνεται πως η διαδικασία της
«πραγματοποίησης» δεν είναι απομονωμένη από τη φαντασία. Η ποιήτρια ανακαλύπτει
– στο δρόμο της για την επαναφορά της χαράς – πως η ποίηση μπορεί να είναι σε
άμεση σχέση ή/και σε αλληλεπίδραση με τα αντικείμενα της πραγματικότητας. Πλέον
η ίδια δεν μένει μόνο στη φαντασία ούτε κοιτάζει «τυφλή» τη φύση, αλλά αγγίζει
τα θροϊσματα των φύλλων με χιαστό τρόπο. Έτσι η ποιητική διαδικασία αποκτά διαστάσεις
πραγματικότητας και τα καθημερινά πράγματα αποκτούν διαστάσεις ποιητικές. Γράφει:
Έτσι,
γυρίσαμε ξανά πίσω στις φυλλωσιές
Πρωί,
στον κήπο,
Μόνο
που τώρα ψάχνουμε θροϊσματα
Να
τα περάσουμε στους φθόγγους μας
Κι
οπώρες ολοστρόγγυλες
Για
ν’ αντιγράψουμε φωνήεντα
[…]
Η ποιήτρια, σαν
άνθρωπος ενάντια στο χρόνο και στο θάνατο, που κατοικεί σε λέξεις και προσπαθεί
να βρει τη ζωή μέσα σε αυτές, αυταπατάται, αφού οι λέξεις της δεν έχουν σώμα. Το
ποιητικό υποκείμενο αντιμετωπίζει δυσκολίες στο δρόμο προς την ενσώματη
κατάσταση που απαιτεί η ζωή και το σύνολο που ονομάζουμε πραγματικότητα. Βασική
προϋπόθεση άλλωστε για να προσεγγιστεί ή να βιωθεί η πραγματικότητα είναι να
«πηγαίνεις με τον εαυτό σου». Ο εαυτός αποτελεί ενότητα σώματος και ψυχής. Το
συναίσθημα της χαράς είναι ένα από τα καταληκτικά συναισθήματα. Επομένως, για να
φτάσεις σε αυτήν χρειάζεται να έχεις διανύσει το συναίσθημα της λύπης ή το
βίωμα του πόνου. Όταν κατορθώσεις να τη βιώσεις στο μέγεθός της, έχεις ήδη προσεγγίσει
τα αρνητικά συναισθήματα που γεννιούνται από την ειλικρινή επαφή με τα γεγονότα
της ζωής.
Η
ποιήτρια ωστόσο, στο ποίημα ποιητικής «Νίκης Παιωνίου 3» δε φαίνεται να έχει
οδηγηθεί σε αυτή την κατάσταση, αφού η πραγματικότητα κατοικεί ακόμα στο μυαλό
της και δεν έχει δραπετεύσει από εκεί, υπακούοντας πιστά στις επιταγές της
φαντασίας της και των εξωτερικών ερεθισμάτων της. Η ίδια γράφει:
Ι
Μένω
σ’ ένα μυαλό
Που
βλέπει θάλασσα,
Ή στο ίδιο ποίημα σε
επόμενο στίχο:
Κυματισμός,
υπεκφυγή, αναδίπλωση,
Στρόβιλος,
αιφνιδιασμός, επίθεση·
Αυτός
ο πόλεμος με τα σωθικά
δεν
έχει τέλος.
Ακούω
με τ’ αυτιά ορθάνοιχτα
Το
καθημερινό μου μάθημα.
Ακούω
Και
υπακούω.
Η ζωή του ποιητικού
υποκειμένου υφίσταται μέσα από τις παρατηρήσεις του για τις ζωές των άλλων. Η
ποιήτρια παρασιτεί σε αυτές ανενόχλητη αφού η καθημερινότητά της είναι σε
μεγάλο βαθμό φανταστική. Δεν γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να υπάρξει
μέσα στη ζωή όπως οι άνθρωποι γύρω της. Η ζωή της είναι αφανής αφού οργανώνεται
όχι από δικά της βιώματα αλλά από πληροφορίες γεγονότων τα οποία έχουν βιώσει
κάποιοι άλλοι. Η ίδια κατέχει πλήρη συνείδηση της κατάστασης στην οποία
βρίσκεται. Μάλιστα, παρουσιάζει ιδιαιτέρως γλαφυρά τον τρόπο με τον οποίο η
φαντασία παίρνει τη θέση της πραγματικότητας σημειώνοντας:
Νίκης Παιωνίου 3
ΙΙΙ
Μένω
σ’ ένα μυαλό
Που
βλέπει θάλασσα,
Χωρίς
κουζίνα,
Όπου
η φαντασία μόνο μαγειρεύει
Τα
βράδυα με τα φώτα ανοιχτά,
Για
να προλάβει
Την
πείνα της επόμενης ημέρας.
Διάγω
βίον αφανή·
Οι
γείτονές μου αγνοούν
Την
ύπαρξη ψυχής ζώσας·
Άνευ
οχλήσεως ευδοκιμώ στων άλλων τις ζωές,
Διαπερνώντας
τοίχους, χρόνια, εποχές,
Σα
μούχλα·
Επιτροχάδην,
παρασιτώ·
Το γεγονός ότι το
ποιητικό υποκείμενο ζει μέσω της φαντασίας του αιτιολογεί την ασθενή φύση της
πραγματικότητάς του. Είναι, συνεπώς, απολύτως εύλογο μερικές φορές η φαντασία
να στερεύει και τότε να έρχονται εκείνες οι στιγμές που όπως η ίδια σημειώνει, όντας:
[…]
δυσεύρετη η πρώτη ύλη το χειμώνα,
Στις
αγορές της φαντασίας
Η
έλλειψη γίνεται αμέσως αισθητή,
Τα
πάντα συρρικνούνται,
Νοσεί
η πραγματικότης,
Και
γερνά.
Η αρχή της
πραγματικότητας ή η αρχή της ζωής βρίσκεται στο σώμα. Η ποιήτρια και γενικώς οι
ποιητές βρίσκονται, κατά κύριο λόγο, σε μια εγκεφαλική ή φανταστική διεργασία,
απομονώνοντας το σώμα και συγχρόνως, μέσα από την ποιητική αιώρησή τους, δεν βιώνουν την πραγματικότητα ουσιαστικά.
Στην
ποίηση της Σφήκα το ζητούμενο εξελίσσεται σε ένα πολύ ενδιαφέρον τρίπτυχο το
οποίο αποδίδει μια αρκετά συνολική
οπτική για την πραγματικότητα και για το πώς αυτή μπορεί να γίνει από
φανταστική, αισθητή ή/και εμπειρική. Το βασικό τρίπτυχο το οποίο εξελικτικά
παρουσιάζεται στην ποιητική αυτή συλλογή και σκιαγραφεί το δρόμο από όπου θα
οδηγηθούμε στη χαρά είναι:
σώμα → βίωμα πραγματικότητας και συναισθημάτων
μέσω αυτού → χαρά
Το ποιητικό υποκείμενο
σε αρκετά σημεία της συλλογής, παρουσιάζεται ως ένας άνθρωπος που αποκόπτεται
από το σώμα και τις συναισθηματικές ανάγκες του προκειμένου με αυτό τον τρόπο
να βγει νικητής στον υποτιθέμενο «πόλεμο» με τη ζωή. Αυτό αποδεικνύει τη δειλή
του φύση καθώς και την παθητική του στάση απέναντι στα ερεθίσματα της
καθημερινότητας. Προκειμένου να βγει νικητής λοιπόν η ποιήτρια δηλώνει πως:
Εγώ, το σώμα το’ λιωσα.
Εγώ, το σώμα το’σωσα.
Στις λέξεις μου ανακτώ
όγκο και θάμβος.
Η πραγματικότητα λοιπόν
γίνεται αισθητή με το σώμα. Μόνο με το σώμα μας, την αναγνώριση των εσωτερικών
του διεργασιών, των μηνυμάτων ή/και των συναισθημάτων του μπορούμε να ζήσουμε
πραγματικά ή έστω να βιώσουμε σε όσο το δυνατόν πιο πραγματικές διαστάσεις τα
συναισθήματα και τις σκέψεις μας. Ωστόσο, θα ήταν εύστοχο να διευκρινιστεί πως
η ποιήτρια δεν αναφέρεται σε μια ηδονιστική ή άμετρη διαδικασία που
εκπληρώνεται μέσω του σώματος. Αλλά, σε μια διαδικασία αυτογνωσίας από την
οποία κάθε άνθρωπος πρέπει να περάσει προκειμένου να οριοθετήσει τη θέση του
κοινωνικοπολιτικά και ιδιωτικά. Στο ποίημά της «Το πολύ και το λίγο (Ποίημα
πολιτικόν)» δίνοντάς μας μια απάντηση σχετικά με τους τρόπους που μπορεί να
βιωθεί η πραγματικότητα, γράφει:
ΙΙΙ
Το
λίγο περισσεύει
και
το πολύ δεν φτάνει·
το
αρκετό,
είναι
το ερωτηματικό
που
ο καθένας
θέτει
στον εαυτό του.
Σηκώνουμε
τα βάρη
της
νοημοσύνης που αισθάνεται.
Η ποιήτρια οδηγώντας
μας πιο κοντά στους τρόπους με τους οποίους θα προσεγγίσουμε την πραγματικότητα,
φέρνει ως παράδειγμα προς αποφυγήν την άμετρη υπομονή του Ιώβ· συμπεριφορά η
οποία τον οδηγεί μακριά από τον εαυτό του και το μέτρο καθώς, προκειμένου να
κάνει υπομονή για τους άλλους προτιμά να αδικήσει τον εαυτό του συγκρατώντας τα
πραγματικά του συναισθήματα. Εξαιτίας αυτής της υποκριτικής συμπεριφοράς ο Ιώβ
τιμωρήθηκε από τον Θεό. Το απόσπασμα από το ποίημα «Ιερά κατήχησις: Ο Ιώβ και η
υπομονή του» γράφει χαρακτηριστικά:
Τότε,
ο Θεός τον καταράστηκε
Και
τον Ιώβ και την υπομονή του,
Γιατί
στον εαυτό του αδίκησε
Όλους
συλλήβδην τους ανθρώπους·
Τους
έμαθε να κλαίνε δίχως θρήνο,
Να
χαίρονται χωρίς χαρά,
Να
υποφέρουν σιωπηλά την τυραννία,
Την
πείνα και την δίψα και τον πόνο
Κι
αδιαμαρτύρητα να λένε:
Να
μια ζωή,
Η
ζωή μου.
Ολοκληρώνοντας, αξίζει
να ειπωθεί πως η ποιητική διαδικασία για την Μαρία Σφήκα αποτελεί κάτι
λυτρωτικό και βασανιστικό συνάμα. Ο δρόμος για να βιώσεις την πραγματικότητα
είναι μέσω της σωματικής εμπειρίας και όχι η φαντασία. Πολλά από τα ποιήματα
της συλλογής όπως, τα «Κατά Πλάτωνος», «Ιερά κατήχησις: Ο Ιώβ και η υπομονή του»,
«Κάτι για την πένα του μυαλού» αποτελούν τρόπους απομάκρυνσης από την
πραγματικότητα ή αλλιώς τις πονηρίες της
χαράς. Είναι ειρωνικά ή αυτοειρωνικά ποιήματα τα οποία εκ του αντιθέτου
προσδιορίζουν την απόλυτη ενσώματη κατάσταση της ζωής. Μέσω αυτών η Σφήκα
παρουσιάζει τους τρόπους με τους οποίους δε βιώνουμε καθημερινά τα βαθύτερα συναισθήματα
μας και εγκλωβιζόμαστε σε έναν κόσμο στον οποίο δεν ανήκουμε. Η συλλογή βέβαια
φτάνοντας στο τέλος της καταλήγει στη χαρά, περιγράφοντάς την ιδιαιτέρως γλαφυρά
στο ποίημα «Εισαγωγή στις πονηρίες της χαράς ΙΙ»
V
(Αγριότητες)
Χαρά που είσαι μια αγριότητα,
μια αγριότητα ιερή,
σαν τη νυκτερινή πυρσοφορία των
μαινάδων
και του δοντιού την ηδονή
όταν ξεσκίζει σάρκα,
χαρά αιμάτινη, που συγγενεύεις πιότερο
με το θυμό και την οργή
παρά με τις ασθενικές χλωμές παρθένες
της ευφροσύνης και της αγαλλίασης,
χαρά που είσαι η κακιά αδερφή,
χαρά κραταιά, αλύτρωτη,
που βράζεις στην κοιλιά
σαν ένα καζάνι λάβα απ' την κόλαση,
Στεφανία Ι. Κωστοπούλου
Φιλόλογος - Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Νεοελληνικής Φιλολογίας Παν/μίου Πατρών
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου