Η Κατανόηση ως θεμελιώδης έννοια για τη διδασκαλία της ποίησης. Μια εισαγωγή.

         

Στο κείμενο αυτό επιχειρώ να χαρτογραφήσω ένα από τα πιο ουσιώδη ζητήματα που απασχολούν τη σύγχρονη φιλοσοφία της τέχνης, της ζωής, της ποίησης και κατ’ επέκταση της εκπαίδευσης.
Η πραγμάτευση του θα γίνει μέσα από την κριτική οπτική που ανέπτυξα μελετώντας τις ερμηνευτικές θεωρίες του προηγούμενου αιώνα. Eπιλέγοντας να θέσω με εύληπτο τρόπο τις ουσιώδεις ορίζουσες της έννοιας της κατανόησης επιδιώκω να διανοίξω ένα γνωσιοθεωρητικό μονοπάτι, βαδίζοντας στο οποίο θα εργασθούμε σταθερά, προκειμένου να οδηγηθούμε σε μια εγγύτερη επαφή με την ποίηση. Αυτή η διάνοιξη των ορίων ανάμεσα στον αναγνώστη και στο ποιητικό σύνθεμα θα μας προσφέρει τη δυνατότητα, σε οποιαδήποτε θέση και αν βρισκόμαστε (ποιητής, αναγνώστης, καθηγητής), να εσωτερικεύσουμε το νόημα και να το μεταδώσουμε – εξωτερικεύοντάς το όσο το δυνατόν ευκρινέστερα. Η εισήγηση αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο παραθέτω τις βασικές φιλοσοφικές θέσεις στις οποίες βασίστηκα και το δεύτερο αποτελεί μία πρόταση διδασκαλίας της ποίησης στηριζόμενη σε όσα αναφέρω στο πρώτο.
Είναι απαραίτητο, πριν ξεκινήσουμε, να απαντηθούν κάποια βασικά ερωτήματα. Ένα εύλογο ερώτημα που πιθανώς να προκύπτει είναι το εξής: «τι γυρεύει η φιλοσοφική έννοια της κατανόησης σε μία εισήγηση για τη διδασκαλία της ποίησης;». Η φιλοσοφική έννοια της κατανόησης η οποία αναφέρεται εδώ, εντάσσεται στο πεδίο της ερμηνευτικής, όπως αυτή εισήχθη κατά τον 19ο αιώνα από τον Schleiermacher και ειδικότερα καθιερώθηκε στον 20ο αιώνα από τους Dilthey, Heidegger, Gadamer και Wittgenstein. Εδώ, θα αξιοποιήσω κάποιες από τις βασικές θέσεις του Dilthey, καθώς, όπως είναι γνωστό, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη θεμελίωση της ερμηνευτικής θεώρησης του κόσμου.
Η ερμηνευτική μέθοδος άρχισε να διαμορφώνεται ως κλάδος της φιλολογικής επιστήμης, ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. οπότε οι εκπρόσωποι της σοφιστικής κίνησης συνήθιζαν στις διαλέξεις τους να εξετάζουν ερμηνευτικώς γνωστά χωρία ποιητών. Πιο συγκεκριμένα, «πρόκειται για την μέθοδο εκείνη που αποσκοπεί στην ορθή σύλληψη του περιεχομένου των – γραπτών ή προφορικών – μνημείων του λόγου»[1]. Η αξιοποίηση της φιλολογικής προσέγγισης σε συνδυασμό με τη δυνατότητα της φιλοσοφίας για διάκριση εννοιών είναι απαραίτητο να ειδωθούν αλληλοσυμπληρωματικά ώστε να κατακτήσουμε μια ευρύτερη εποπτεία του ζητήματος που πραγματεύομαι.
Ένα δεύτερο ερώτημα στο οποίο χρειάζεται να αποδώσουμε μία ευκρινή και σύντομη απάντηση, πριν εισαχθούμε στις κύριες θέσεις αυτής της εισήγησης, είναι «γιατί η έννοια της κατανόησης αποτελεί μία θεμελιώδη έννοια προκειμένου να διδάξουμε την ποίηση;» με άλλα λόγια, γιατί η κατανόηση τίθεται ως κεντρικό σημείο σε αυτή την ομιλία; Εξαιτίας του γεγονότος ότι η διδασκαλία της ποίησης διενεργείται από φιλολόγους και, καθώς οι φιλολογικές προσεγγίσεις, συνήθως, δε δίδουν έμφαση στην εσωτερική διάσταση της ποιητικής τέχνης, αποφάσισα να επιχειρήσω μία σύνθεση της φιλοσοφικής σκέψης με την ποίηση, προκειμένου οι φιλολογικές προσεγγίσεις μας να εμπλουτισθούν επεκτείνοντας τα ερωτήματά τους, και κατ’ επέκταση τα γνωστικά μονοπάτια στα οποία θα βαδίσουν, προκειμένου να αποδώσουν απαντήσεις. Στόχος μου είναι, η εισήγηση αυτή να αποτελέσει εφαλτήριο ώστε να κατευθυνθούμε προς τη διδασκαλία της ποίησης, έχοντας υπ’ όψιν ουσιώδεις διακρίσεις σχετικές με έννοιες που είναι απαραίτητες για την προσπέλαση κάθε καλλιτεχνικού έργου, είτε ο σκοπός μας είναι η διδασκαλία, είτε όχι.
Ένας δεύτερος λόγος σχετίζεται με το γεγονός ότι, η θεωρία της κατανόησης εκκινώντας από το πρόβλημα της ερμηνευτικής, μπορεί να μας προσφέρει μία οδό στην οποία βαδίζοντας, θα διανοιχθεί ο δρόμος προς τη βαθύτερη κατανόηση των βιωματικών εμπειριών με τις οποίες ερχόμαστε σε επαφή μέσω της ποίησης. Πιο συγκεκριμένα, θα μας δοθεί η ευκαιρία να προσεγγίσουμε τις εσωτερικές ψυχικές διακυμάνσεις μας σκιαγραφώντας με αυτόν τον τρόπο τον εαυτό μας. Συνεπώς, επιχειρώντας να σχηματοποιήσω μία ενδεχόμενη προοπτική μέσα από την οποία οι φιλόλογοι/καθηγητές θα μπορούσαμε να «αντιμετωπίσουμε» και να προσεγγίσουμε την ποίηση αλλά και την ποιητική ζωή, αποσκοπώ στην καλλιέργεια μιας καλλιτεχνικής – εσωτερικής οπτικής στους μαθητές.
            Αρχικά, θα πρέπει να συμφωνήσουμε σε κάποιες βασικές θέσεις οι οποίες θα μας επιτρέψουν να βαδίσουμε σε μία κοινή πορεία. Τα ζητήματα που αφορούν την ποίηση δεν είναι δυνατόν να προσεγγισθούν από τη θέση του θετικιστικού[2] τρόπου σκέψης, ήτοι της φυσικοεπιστημονικής μεθόδου και του εμπειρισμού της λογικής[3]. Η ποίηση είναι μορφή τέχνης η οποία κατ’ ουσίαν αποτελεί εκδήλωση εσωτερικών στοιχείων του ποιητή και συγχρόνως μέσο πρόκλησης ψυχικών ενεργημάτων στον αναγνώστη. Αυτά τα ενεργήματα είναι δυνατόν να καλλιεργήσουν το εσωτερικό του· ωστόσο, για την επίτευξη αυτής της καλλιέργειας απαιτείται ένα μέσο πρόσβασης στην ιδιόμορφη διάστασή τους. Ο αναγνώστης προκειμένου να ξεκινήσει την πορεία του προς το βάθος του ποιήματος και κατ’ επέκταση του εαυτού του καλείται να ανακαλύψει έναν τρόπο που θα του επιτρέπει να προσεγγίζει το ψυχικό του ενέργημα. Αυτός ο τρόπος εκκινεί από τη θεωρία της κατανόησης. 
Θα ξεκινήσω την περιδιάβασή μου στη έννοια της κατανόησης από τον γερμανό φιλόσοφο Dilthey (1833 – 1911), διότι αποτελεί τον θεμελιωτή της και θέτει τις βάσεις προκειμένου να αναρωτηθούμε από αρχής για το ερμηνευτικό πρόβλημα των πνευματικών επιστημών. Το φιλοσοφικό του έργο είναι σημαντικό διότι έθεσε σε κεντρική θέση τη διαδικασία της συνειδησιακής κατανόησης ως «διαδικασία που δεν αποτελεί, όπως η εξήγηση, έργο της διάνοιας και μόνο, αλλά ολόκληρου του ανθρώπινου ψυχισμού»[4]. Η θεωρία του αυτή υφίσταται τροποποίηση στο όψιμο έργο του και ουσιαστικά στο επίκεντρο του στοχασμού του για τη θεμελίωση των πνευματικών επιστημών βρίσκεται πλέον η τριάδα «βίωμα – έκφραση – κατανόηση» [Erlebnis Ausdruck Verstehen], την οποία θα αξιοποιήσουμε παρακάτω μέσω παραδείγματος. Πιο συγκεκριμένα, στο πεδίο της «Φιλοσοφίας της ζωής» και της δυνατότητας των ανθρωπιστικών επιστημών για έγκυρη γνώση είναι η θεμελίωση της έννοιας της ενσυναισθητικής κατανόησης (empathetic understanding). Σύμφωνα με τον Dilthey, «κατανόηση ονομάζεται η διαδικασία με την οποία, από σημεία παρεχόμενα στις αισθήσεις έξωθεν, γιγνώσκουμε το εσωτερικό»[5]. Ο άνθρωπος – μαθητής μέσα από αυτή καλείται να βιώσει, να εκφράσει και να κατανοήσει όσα εισέρχονται σε αυτόν μέσω των αισθήσεων, κατ’ αρχάς εσωτερικεύοντας και κατ’ επέκταση εξωτερικεύοντάς τα.
Πώς ορίζεται όμως η εσωτερική εμπειρία; Και ποια η σχέση της με την ενσυναισθητική κατανόηση; Για τον Dilthey η εσωτερική εμπειρία σχετίζεται, όπως προαναφέρθηκε, με τα έξωθεν δεδομένα που καταφθάνουν μέσω των αισθήσεων στη συνείδησή μας. Όπως σημειώνει στο δοκίμιό του «η γένεση της ερμηνευτικής» «αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την επίγνωση των δικών μου ψυχικών καταστάσεων, αλλά μόνο μέσα από την αντιπαραβολή του εαυτού μου με άλλους αποκτώ εμπειρία του ατομικού που υπάρχει εντός μου»[6], επιπροσθέτως αναφέρει πως «μόνο με μία διαδικασία ανασύστασης των όσων υποπίπτουν έτσι, δια των εξωτερικών σημείων, στις αισθήσεις μας συμπληρώνουμε την εσωτερική διάσταση. Τα πάντα σε αυτή τη συμπλήρωση […] πρέπει να τα μεταφέρουμε από τη δική μας ζωτικότητα»[7]. Με άλλα λόγια, το ποίημα – που προσλαμβάνεται με τις αισθήσεις – αποκτά/επενδύεται από τις «εσωτερικές» μας ιδιότητες και το «εσωτερικό» μας ενδύεται τις «ποιητικές»· έτσι, οι δύο ουσίες συγχωνεύονται στο εσωτερικό μας – μιας και το μόνο ζωντανό – έμψυχο ον είναι ο αναγνώστης/μαθητής. Εξαιτίας του γεγονότος ότι τα στοιχεία που λαμβάνουμε παρέχονται στις αισθήσεις μας ως εκδηλώσεις από κάτι εσωτερικό, καλούμαστε να θέσουμε το οργανικό μας όλον σε λειτουργία προκειμένου να «κατανοήσουμε» τα σημεία ως εξωτερικά από εμάς, αλλά με έναν εσωτερικό τρόπο, εμπλέκοντας τη δική μας ουσία ή/και ψυχική ενέργεια.
Το ερμηνευτικό πρόβλημα όπως το έθεσε ο Dilthey δε σχετίζεται μόνο με την κατάκτηση μιας «αντικειμενικής» γνώσης των πνευματικών επιστημών, αλλά με το ερώτημα περί επιστημονικής γνώσης των ατόμων[8]. Συνεπώς, πώς μπορούμε μέσω της εσωτερικής εμπειρίας ως διάμεσο για την κατανόηση όπως την προσεγγίσαμε παραπάνω, να εμπνεύσουμε στους μαθητές μας την ποιητική – εσωτερική στάση ζωής, η οποία στόχο θα έχει τη συμφιλίωσή τους με τα εξωτερικά[9]; Αναλυτικότερα, με ποιο τρόπο θα πετύχουμε την εξατομίκευση μέσω της εκδήλωσης των εσωτερικών μας στοιχείων, ώστε αυτά να αποτελούν εκδηλώσεις προσφερόμενες για κατανόηση και έρευνα; Και πώς τελικά μπορεί να αξιοποιηθεί αυτή η εμπειρία, φέρνοντας αποτελέσματα αφ’ ενός στη διδασκαλία της ποίησης και αφ’ ετέρου στην ενίσχυση της παραγωγής της;
Περνώντας στο δεύτερο μέρος της εισήγησης, επιχειρώ παραχωρώντας ενδεικτικές ερωτήσεις να εμπνεύσω τους μαθητές προς έναν τρόπο προσέγγισης του ποιήματος, ο οποίος θα τους επιτρέπει να εσωτερικεύουν στοιχεία του χωρίς να εμμένουν σε μία επιφανειακή θεώρησή του. Παραθέτω το δεύτερο μέρος του ποιήματος «Γράμματα» που ανήκει στον Άγγελο Σικελιανό:

ΓΡΑΜΜΑΤΑ
 ΙΙ
 Είπες: «Από βαθιά μου, αρχή της ζωής και τέρμα,
ξεχύθηκε μια απέραντη γλυκιά γαλήνη,
γαλήνη πέρ’ από την έκσταση, κ’ η καλοσύνη
κ’ η κατανόηση, που τη συντροφεύανε, ήταν θείες…»
Μα τώρα, πια, η πηγή ξεχείλιζε μπροστά μου,
κ’ έσκυψα κ’ ήπια, ο προαιώνια διψασμένος,
από τα πόδια σου τη ζωή και τη γαλήνη.
Τι, αν τώρα μόνο κάθε μου ίνα τρέμει
ασίγητα από Σε, για Σε, η καρδιά μου λάμπει
να ξέρω από ποια βάση αθάνατη ανεβαίνει
η θεία κολόνα του κορμιού Σου, κι ωσά να ‘μουν
η γή, να νιώθω το ιερό ανηφόρισμά του
απ’ τη φτέρνα, σιγά, ως το μέτωπό Σου!
Το μέτωπό Σου, που, ως τ’ ακούμπαγες με το δικό μου,
έσπαζεν άξαφνα βουβά ο ύστερος κύκλος
της γης, και τ’ ουρανού, και του εαυτού μου·
και μονομιάς το φως της πιο μεγάλης χαραυγής, το φώς μας,
που το ‘βλεπες και το ‘βλεπα ήλιο-μεσημέρι,
μας κύκλωνεν ακέριους, απλωνόνταν
πέρ’ απ’ τη μέρα, από τη νύχτα, από τ’ αστέρια,
απ’ τη ζωή, απ’ το θάνατο, βαθιά μας,
κ’ η κρυφή ρίζα της αιωνιότητάς μας
ποτίζονταν, ποτίζονταν βαθιά ολοένα
από την άμετρη Σιγή κι απ’ τη Λατρεία![10]

Το συγκεκριμένο μέρος του ποιήματος είναι το δεύτερο από τα τέσσερα μέρη και ανήκει στη συλλογή Ίμεροι. Είναι σημαντικό, στην αρχή, να αποφύγουμε να αναφέρουμε τις απόψεις που έχουν ήδη διατυπωθεί ως κριτικές γι’ αυτή τη συλλογή, ώστε να υπάρχει όλο το εύρος του ποιήματος ανοιχτό προς οικείωση από τους μαθητές.
Αρχικά, κρίνεται σκόπιμη η παρότρυνση των μαθητών να συναισθανθούν τις λέξεις, να αφουγκρασθούν τα σημεία στίξης του ποιήματος, τα γράμματά του για κάποια λεπτά. Με αυτό τον τρόπο  η καθημερινή οπτική που έχουμε για τα πράγματα θα έχει αποκτήσει μία πιο εσωτερική διάσταση, ώστε ο μαθητής να δεχθεί πιο ομαλά τις ποιητικές εκδηλώσεις του ποιητή. Στη συνέχεια, τα βιώματα από τη διαδικασία αυτή, οι μαθητές καλούνται να τα εκφράσουν δια του λόγου, ώστε να αποτελέσουν αντικείμενο προς διερεύνηση ή/και συζήτηση.
Τα ψυχικά ενεργήματα που μεταμορφώνουν το εσωτερικό σύμπαν του κάθε ενός, είναι άπειρα και έχουν διαστρωματώσεις και αποχρώσεις. Συνεπώς, όλα όσα θα ακουστούν από τους αναγνώστες/ μαθητές, είναι αποδεκτά, στο βαθμό που αποτελούν εκφράσεις των ψυχικών αποχρώσεων που προκλήθηκαν από την ανάγνωση. Σε περιπτώσεις όμως που η έκφραση των αναγνωστών/μαθητών, δεν αποτελεί εξωτερίκευση μίας ουσίας που προήλθε από την ανάγνωση του ποιήματος, πώς μπορούμε να στρέψουμε την προσοχή των μαθητών προς τα μέσα ώστε να συγχωνευθούν με τις ποιητικές ιδιότητες;
Βασιζόμενοι στο παραπάνω ποίημα, θα ήταν εύστοχο να εισάγουμε τους μαθητές σε εσωτερικές αναρωτήσεις, προκειμένου να θέσουν τον εαυτό τους στο εσωτερικό του ποιήματος. Να σχετισθούν με το ποίημα ενσυναισθητικά· αποκτώντας/εσωτερικεύοντας ποιότητές του, ή και εμπλέκοντας τη ζωτικότητά τους στην ενεργειακή διαδικασία που τελείται μέσα στους στίχους. Ερωτήσεις όπως, «πώς βιώνετε τη φράση «από βαθιά μου»; «Πώς είναι για εσάς η έννοια του βάθους, ή η σκέψη του εσωτερικού σας βάθους»; «Ο στίχος «αρχή της ζωής και τέρμα» πώς λειτουργεί σαν εικόνα για εσάς»; «Αυτή η εικόνα έχει κάποια σχέση με τον προηγούμενο στίχο»; σκοπό έχουν να συνδέσουν εσωτερικά τα στοιχεία του ποιήματος, ώστε να οδηγηθούμε στη νοηματική ολότητά του.
Στη συνέχεια, στους στίχους «Ξεχύθηκε μια απέραντη γλυκιά γαλήνη,/ γαλήνη πέρ’ από την έκσταση», χρησιμοποιούνται λέξεις με αντιφατικό περιεχόμενο. Σε τι είδους συνάφεια στηρίζονται προκειμένου να εμφανίζονται μαζί; Εδώ μπορεί να αποκαλυφθεί η σχέση που έχει η γαλήνη και η έκσταση, η δεύτερη ως προστάδιο για την πρώτη, ή και το αντίστροφο. Πιο κάτω, το ποίημα αναφέρει «κ’ η καλοσύνη/ κ’ η κατανόηση, που τη συντροφεύανε, ήταν θείες…», οι λέξεις «καλοσύνη» και «κατανόηση» πώς θα μπορούσαν να σχετισθούν εσωτερικά; Η γαλήνη είναι αποτέλεσμα ή προϋπόθεσή τους; Συνδυαστικά, θα ήταν ωφέλιμο να αναρωτηθούμε, πώς ο Σικελιανός αναφέρεται στο θέμα της κατανόησης την οποία πραγματευόμαστε. Με ποιες λειτουργίες καθοδηγεί τον εαυτό του προς την αποκάλυψη του ίδιου; Επιδιώκοντας να δώσουμε μία απάντηση συγχρόνως με τον ποιητή, προχωρώντας στους πιο κάτω στίχους διαβάζουμε: «Μα τώρα, πια, η πηγή ξεχείλιζε μπροστά μου,/ κ’ έσκυψα κ’ ήπια, ο προαιώνια διψασμένος,/ από τα πόδια σου τη ζωή και τη γαλήνη» οι στίχοι αποκαλύπτουν τον κύκλο της ζωής, υπό την έννοια των κύκλων που επιτελούνται καθ’ όλη τη διάρκεια που ζει ενεργά ένας άνθρωπος. Ο κύκλος αυτός ξεκινά από το βάθος του· από το κέντρο της εσωτερικής ζωής, εκεί όπου – συμβολικά – το νερό έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Πώς όμως μπορούμε να αναρωτηθούμε για το στοιχείο του νερού που υπάρχει μέσα μας;[11] Με ποιο τρόπο το νερό καθορίζει την ύπαρξή μας; Η γαλήνη μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την επαφή με την υδάτινη φύση μας; Τα πόδια καθώς και η ταπεινοφροσύνη που συμβολίζουν, αποτελούν ακόμη ένα μέσο προσέγγισης της γαλήνης; Θα μπορούσαμε εδώ να αξιοποιήσουμε τη φαντασία των αναγνωστών/μαθητών προτρέποντάς τους να οραματιστούν τη θάλασσα, το νερό καθώς και το άπειρο αυτού του συμπαντικού στοιχείου, προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη τους σε αυτό από το οποίο, κυρίως, αποτελούνται.
Στους στίχους που προηγήθηκαν ο ποιητής παραθέτει μία πορεία κατάκτησης της γαλήνης. Προχωρώντας τώρα στο μοίρασμά της προδιαθέτει τον αναγνώστη/μαθητή προς μία κατεύθυνση συνδιαλλαγής με τον άλλον. Πώς επιτυγχάνεται η ποιητική εκδήλωση του μοιράσματος; Στίχοι όπως «Τι, αν τώρα μόνο κάθε μου ίνα τρέμει/ ασίγητα από Σε, για Σε, η καρδιά μου λάμπει/» σχετίζονται με αυτή; Θα μπορούσαμε να αποδώσουμε με λέξεις της δικής μας έμπνευσης κάτι παρόμοιο; Τα λεκτικά σύνολα «κάθε μου ίνα τρέμει», «για Σε», «η καρδιά μου λάμπει» προκαλούν στη δική μας ενθύμηση κάτι γνωστό; Και αν ναι, πώς περιγράφεται αυτό; Ποιο ρόλο διαδραματίζουν τα κεφαλαία προκειμένου να αποδώσουν μία εκδήλωση του ποιητή;
Αναλυτικότερα, στίχοι όπως «να ξέρω από ποια βάση αθάνατη ανεβαίνει/ η θεία κολόνα του κορμιού Σου, κι ωσά να ‘μουν/ απ’ τη φτέρνα, σιγά, ως το μέτωπο Σου!» φανερώνουν τον ενεργό συσχετισμό του ποιητή με τον άνθρωπο που εμφανίζεται ως «άλλος». Στο τελευταίο νοηματικό μέρος, ο ποιητής αποδίδει την απόλυτη συγχώνευση δύο ανθρώπων που οδηγεί στην Λατρεία, μέσω των στίχων «Το μέτωπό Σου, που, ως τ’ ακούμπαγες με το δικό μου» έως «από την άμετρη Σιγή κι απ’ τη Λατρεία». Ερωτήματα όπως, πότε μπορούμε να λατρέψουμε κάτι; Πώς σχετίζεται η πρότερη γαλήνη με την έκσταση και την τελική Λατρεία; Τι είναι η Λατρεία και πώς κατακτάται; Ο ποιητής οδηγείται στην απελευθέρωση του εαυτού του μέσω της ενεργής αλληλοσυσχέτισής του με το πρόσωπο της καρδιάς του όταν γράφει «το μέτωπό Σου, που, ως τ’ ακούμπαγες με το δικό μου,/ έσπαζεν άξαφνα βουβά ο ύστερος κύκλος/ της γης, και τ’ ουρανού, και του εαυτού μου·».
Κλείνοντας την εκπαιδευτική διαδικασία θα ήταν εύστοχο να οδηγούμαστε νοηματικά σε κύκλο, συνδέοντας τα αρχικά νοήματα με τα τελευταία του ποιήματος προκειμένου οι μαθητές να λαμβάνουν την αίσθηση της ολοκλήρωσης. Μέσω της παραπάνω εργασίας σκοπός μου είναι να δωθεί η ευκαιρία στους μαθητές να καταστήσουν εξωτερικά τα εσωτερικά τους βιώματα μέσω της λεκτικής έκφρασης, ανακαλύπτοντας έτσι συσχετισμούς από τους οποίους διέπονται. Αυτό είναι το δεύτερο στάδιο στην τριάδα «βίωμα – έκφραση – κατανόηση» που έχει αναφέρει ο Dilthey και αποτελεί την ουσιαστική δίοδο μέσω της οποίας ο μαθητής θα μπορούσε να καταστεί ικανός να παράγει ποιητικά λεκτικά σύνολα, αφότου πρώτα έχει αφουγκρασθεί το εσωτερικό του. Το τρίτο και τελευταίο σημείο που επιδιώκει να οδηγηθεί ο άνθρωπος/μαθητής ώστε να επιτύχει την εξατομίκευση, σχετίζεται με την κατανόηση των όσων βίωσε και εξέφρασε μέσω ποιητικών – λεκτικών εκδηλώσεων.         Ολοκληρώνοντας, η εμπλοκή μας με ποιότητες οι οποίες έρχονται έξωθεν από εμάς αποτελεί ουσιώδη ενέργεια προκειμένου στην εσωτερίκευση τους. Η ανταλλαγή ουσιών και εσωτερικών ποιοτήτων, διερχόμενες από την κατανόηση, μέσω της ενεργής εμπλοκής μας με τον «άλλο», είναι απαραίτητη ώστε, από τη μία να συναισθανθούμε την ποίηση και αφετέρου να τη διδάξουμε.


Στεφανία Ι. Κωστοπούλου, Φιλόλογος - Msc. Νεοελληνικής Λογοτεχνίας










[1] Θεοδόσης Ν. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας. Οι Έννοιες, οι Θεωρίες, οι Σχολές, τα Ρεύματα και τα Πρόσωπα, εκδ. πεδίο, Αθήνα, 2013, σ. 252-253.
[2] Θετικισμός (positivism): κατά τον 19ο αιώνα: η φιλοσοφία του Α. Κοντ (Auguste Compte) και του Τζον Στιούαρτ Μίλ (John Stuart Mill).
[3] Wilhelm Dilthey, Η Γένεση της Ερμηνευτικής, Εισαγ. – Μτφρ. – Σχόλια: Δημήτρης Υφαντής, εκδ. ΡΟΕΣ/ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Αθήνα, 2010, σ. 43.
[4] Wilhelm Dilthey Η γένεση της Ερμηνευτικής, εισαγ. μτφρ, σχόλια: Δημήτρης Υφαντής, ΡΟΕΣ/ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Αθήνα, 2010, σ. 32.
[5] Η γένεση της ερμηνευτικής, ό.π., σ. 59.
[6] Η γένεση της ερμηνευτικής, ό.π., σ. 58.
[7] Η γένεση της ερμηνευτικής, ό.π., σ. 59.
[8] Η γένεση της ερμηνευτικής, ό.π., σ. 57.
[9] Emmanuel Levinas, Ολότητα και άπειρο. Δοκίμιο για την εξωτερικότητα, μτφ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. ΕΞΑΝΤΑΣ/ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΛΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Αθήνα, 1989.
[10] Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος, τ. Ε’, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, σ. 86 -87.
[11] Gaston Bachelard, Το νερό και τα όνειρα. Δοκίμιο πάνω στη φαντασία της ύλης, μτφ. Έλση Τσούτη, εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα, 2002. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μαρία Σφήκα: "Εισαγωγή στις πονηρίες της χαράς", εκδόσεις Οιωνός, Λαμία 2011.

Κατερίνα Σχινά, Καλή και ανάποδη: Ο πολιτισμός του πλεκτού, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2014.